Γύρισε το κλειδί δύο φορές και η βαριά ξύλινη πόρτα του νέο-κλασσικού άνοιξε. Ένοιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να την περικυκλώνει. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη σε αυτή την πόλη και ιδιαίτερα μέσα σε τούτο το κτίριο, το οποίο μετρούσε πολλά χρόνια αλλά κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να το αναβαθμίσει, έστω στα απαραίτητα για το κλίμα της πόλης. Παρόλα αυτά, παρέμενε ένα μεγαλοπρεπές κτίσμα ικανό να ταξιδέψει σε άλλες εποχές όποιον σταματούσε για λίγο απέναντι από το μικρό του μπαλκονάκι για να το χαζέψει. Εκείνη το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και κίνησε ουρανό και γη για να το αποκτήσει, έστω και με ενοίκιο.
Πέταξε τα κλειδιά αδιάφορα στο μικρό τραπεζάκι αριστερά από την είσοδο και με αργές μηχανικές κινήσεις, ξεφορτώθηκε τα ρούχα που τη βάραιναν. Πρώτα τη τσάντα, έπειτα τα παπούτσια με τις κάλτσες, μετά το παντελόνι και τέλος το φανελάκι που είχε βραχεί από τον ιδρώτα. Τα παράτησε στο πάτωμα, δεν την ένοιαζε. Προχώρησε αργά προς το μπάνιο, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να βάλει τα κλάματα. Πάντως δεν αισθανόταν άνετα να αντικρίζει το είδωλό της. Ήταν σαν να είχε δύο πρόσωπα απέναντι της, ίδια, μα και τόσο διαφορετικά. Την κοιτούσαν και γνώριζαν τις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να κρυφτεί. Το ένα την κοιτούσε λυπημένο. Έμοιαζε άθλιο. Κουρασμένο, απογοητευμένο. Το άλλο είχε σκληρό βλέμμα. Αν μπορούσε θα την έφτυνε. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Ένιωθε να την κατακρίνει τόσο αυστηρά που δεν το άντεξε. Γύρισε την πλάτη στη συνείδησή της που είχε πάρει μορφή μέσω το καθρέπτη και κοίταξε την μπανιέρα. Ένιωθε έντονη την ανάγκη για κάθαρση. Αν μπορούσε, θα γέμιζε την μπανιέρα με κάποιο υγρό απολυμαντικό και θα βυθιζόταν εκεί μέχρι να καθαρίσει… από το σώμα μέχρι τις σκέψεις της. Κάθισε στο κέντρο της μπανιέρας και άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει πάνω της, από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της. Πρέπει να έμεινε έτσι αρκετή ώρα, γιατι σιγά σιγά το νερό άρχισε να παγώνει, προκαλώντας ένα αναζωογονητική μούδιασμα, πρώτα στα πόδια, μετά ένα ευχάριστο ρίγος στην πλάτη και έπειτα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πήρε την απόφαση να βρέξει το κεφάλι. Το παγωμένο πλέον νερό τέντωσε όλα τα νεύρα του προσώπου και μαζί και όλες τις αισθήσεις της. Ήταν σοφή απόφαση. Όταν ένιωσε ανανεωμένη και έτοιμη να λήξει αυτή τη μικρή ιεροτελεστία που συνήθιζε να κάνει, βγήκε από την μπανιέρα, τυλίχτηκε με το λευκό μπουρνούζι και βγήκε από το μπάνιο. Δεν έβαλε πετσέτα στα μαλλιά της, ούτε στέγνωσε τα νερά από πάνω της. Της άρεσε να στεγνώνει με φυσικό τρόπο και για κάποιο λόγο διασκέδαζε με το να βλέπει τα σημάδια από τις υγρές τις πατούσες στο πολύχρωμο πλακάκι του νεοκλασικού, το οποίο έμοιαζε με ψηφιδωτό. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και κρατώντας την πόρτα ανοιχτή με το δεξί της χέρι, παρατήρησε για αρκετή ώρα το περιεχόμενό του, ενώ η ψύξη που έβγαινε προς τα έξω με τη μορφή αχνής ομίχλης, δρόσισε τις ακάλυπτες γάμπες της. Δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον μέσα στο ψυγείο και κλείνοντας την πόρτα σκέφτηκε πως ίσως ήταν καιρός να ασχοληθεί περισσότερο με τα γυναικεία πράγματα... Δουλειές του σπιτιού δηλαδή, που σίγουρα θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και την αγορά των απαραίτητων υλικών που θα γέμιζαν επιτέλους τα άδεια ράφια του μοντέρνου ψυγείου. Αποφάσισε προς το παρόν να πιεί έναν ελληνικό καφέ. Το σαλόνι ήταν στη Δυτική πλευρά του σπιτιού και έβλεπε προς τη θάλασσα, η οποία αν και κάμποσο μακριά από το σπίτι, φαινόταν στο βάθος του κάδρου που δημιουργούσαν οι ψηλές ξύλινες μπαλκονόπορτες. Ήταν άλλο ένα θετικό του σπιτιού, η δύση του Ήλιου. Ήταν τυχερή που είχε βρει ένα σπίτι με το υπνοδωμάτιο στα Ανατολικά, ώστε να ξυπνάει με την πρωινή καντάδα του ήλιου και να ξεκουράζεται με το πολύχρωμο παιχνίδισμά του κατά τη δύση του, ξαπλωμένη πάντα στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Άνοιξε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό και άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός από το σπίρτο έκανε μια απότομη χορευτική φιγούρα μπροστά της και έπειτα διαλύθηκε στον αέρα που έμπαινε από τα ανοικτά παράθυρα του δωματίου. Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο και αφού κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα την αναπνοή της, φύσηξε τον καπνό με μια άηχη δύναμη. Επανέλαβε τη διαδικασία δύο φορές ακόμα, με λιγότερη ένταση και έσβησε το τσιγάρο στο κρυστάλλινο σταχτοδοχείο πάνω στο μοντέρνο χαμηλό σκούρου χρώματος τραπέζι. Τόσο ήθελε, τόσο χρειαζόταν. Ποτέ δεν κάπνιζε ολόκληρο το τσιγάρο. Κοίταξε γύρω της. Η παράδοση συναντούσε το μοντέρνο, σκέφτηκε και χαμογέλασε με ικανοποίηση από μέσα της. Ήταν αυτή η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό της από νεαρότερη ηλικία, κάθε φορά που σκεφτόταν πως θα ήθελε να είναι το σπίτι στο οποίο θα ζούσε μόνη της. Και τελικά φαίνεται πως το απέκτησε, με αρκετό κόπο βέβαια. Στο να πετύχει αυτό το πάντρεμα στη διακόσμηση βοήθησε βέβαια και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος είχε αφήσει κάποια έπιπλα αντίκες στο χώρο. Ευτυχώς είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει τα υπόλοιπα έπιπλα και χρηστικές συσκευές, οι οποίες να ταιριάζουν με το χώρο, δημιουργώντας αυτή τη μίξη. Έκανε διάφορες σκέψεις κοιτάζοντας όλα τα αντικείμενα μέσα στο χώρο, ένα ένα, φέρνοντας στη θύμησή της το πως απέκτησε το κάθε ένα. Μια από τις αγαπημένες τις ασχολίες ήταν να τριγυρνάει στις αγορές με τα υπαίθρια μαγαζάκια, στα οποία μπορούσε να βρει χίλια δυό μικρά και μεγάλα αντικείμενα που έμοιαζαν να κουβαλάνε πάνω στα παλιά υλικά τους εμπειρίες, μυρωδιές, χρόνια ολόκληρα. Πάντα προτιμούσε τα μεταχειρισμένα αντικείμενα, εκτός από τα ρούχα. Αυτά ήθελε να είναι πάντα καινούργια, διαφορετικά της θύμιζαν το θάνατο. Το θάνατο... Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, απασχολούσε το μυαλό της και τη συνείδησή της, η οποία την κυνηγούσε. Θυμήθηκε τον καθρέπτη. Τα δύο πρόσωπα που την κοιτούσαν ταυτόχρονα. Ντράπηκε για τον εαυτό της. Παρόλο που μόλις είχε βγει από το μπάνιο, που μόλις είχε τελειώσει την ιεροτελεστία κάθαρσης, που μόνο εκείνη ήξερε τη σημασία της, ένιωσε βρώμικη. Όσο και αν προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της με μικρές σκέψεις γύρω στο χώρο, η αλήθεια ήταν πάντα εκεί. Κρυμμένη στη γωνία, έτοιμη να πεταχτεί μπροστά της και να την αιφνιδιάσει, έτσι ακριβώς όπως και εκείνη πετάχτηκε με το αυτοκίνητό της από το μικρό στενό, σε εκείνον τον κεντρικό δρόμο κάτω στην παραλιακή οδό της μικρής πόλης. Δεν είναι δυνατόν να έβλαψε κάποιον.. Δε γίνεται.. Το βλέμμα της σταμάτησε στο παράθυρο, ανάμεσα από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και τις κρεμ κουρτίνες που είχαν στήσει χορό. Πέρασε πάνω από τις ζαρντινιέρες με τα πολύχρωμα καλοκαιρινά λουλούδια, πέρασε ακόμα και πάνω από τις στέγες των υπόλοιπων κτιρίων και χάθηκε στον ορίζοντα. Ένοιωσε τα βλέφαρα να βαραίνουν, παρόλο που είχε πιεί παραπάνω από το μισό φλιτζάνι του καφέ. Ήταν περίεργο, μα ο ελληνικός καφές συνήθως της έφερνε υπνηλία και ένα είδος χαλάρωσης που έμοιαζε με νιρβάνα. Το τελευταίο που κατάφερε να ακούσει πριν χαθεί μέσα σε αυτή τη γλυκιά δίνη, ήταν το τραγούδι στο ραδιόφωνο. «... Κι ήμουν απ’ τη μια του κύκλου εγώ, κι εγώ από την άλλη...» .... ‘Άνοιξε τα μάτια βγάζοντας μια μικρή κραυγή, μάλλον τρόμου. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ένιωσε τα αυτιά της κενά και τα μάτια της τυφλά παρόλο που μπορούσε να δει. Σιγά σιγά άρχισε να επανακτά τις βασικές της αισθήσεις. Πρώτα άκουσε το βούισμα στο χώρο, ομιλίες, ανθρώπους να περπατάνε γύρω της, ήχους από ροδάκια που κυλούσαν στο πλακάκι του δαπέδου, κάποια μηχανήματα να δουλεύουν στο βάθος κάνοντας τον ήχο του σταθερού τόνου. Και έπειτα το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει γύρω της. Τα χρώματα ξεκαθάριζαν το ένα μετά το άλλο, με κυρίαρχο το λευκό και το γκρι, οι φιγούρες έγιναν πιο συγκεκριμένες, οι περισσότερες φορούσαν λευκές ρόμπες, και τέλος είδε και τα φορεία, τους ασθενείς, τους συγγενείς να περιμένουν με αγωνία κοντά στις πόρτες των δωματίων και ρωτώντας οποιονδήποτε έμοιαζε με προσωπικό του Νοσοκομείου για τον άνθρωπο τους που προφανώς βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε μια γωνιά της Νευροχειρουργικής πτέρυγας. Δεν ήταν ικανή να θυμηθεί πόση ώρα ήταν εκεί. Μάλλον όχι αρκετή, αφού κανείς δε φαινόταν να την είχε παρατηρήσει. Κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς γύρευε εκεί. Στα αριστερά της είδε ένα μικρό πηγαδάκι να έχει στηθεί έξω από ένα δωμάτιο. Κόσμος πολύς. Κατεύθυνε το βλέμμα της από περιέργεια. Αναγνώρισε ανθρώπους δικούς της, οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Το βλέμμα της αγρίεψε καθώς πλησίασε σχεδόν τρέχοντας. Αυτό που αντίκρισε ήταν ικανό να παγώσει το αίμα της που ένιωθε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από και προς την καρδιά της. Πέρασε ανάμεσα από τους ανθρώπους που έδειξαν να αψηφούν την εμφάνισή της εκεί. Προχώρησε δειλά στην είσοδο του δωματίου. Κοίταξε στο κρεβάτι και είδε τον εαυτό της ξαπλωμένο και σκεπασμένο με το λευκό σεντόνι του νοσοκομείου. Δίπλα της, μηχανήματα και αντλίες, παροχές ενέργειας σε υγρή και αέρια μορφή. Και πιο δίπλα, στα αριστερά της, ένα νεαρό αγόρι, στην ίδια κατάσταση. Γύρισε προς τον κόσμο και προσπάθησε να τους ρωτήσει τι συναίβει. Κανείς δεν απάντησε. Κανείς δεν άκουσε. Εκείνη τη στιγμή έφτασε λαχανιασμένος ο αδερφός της. Αμέσως τον ενημέρωσαν πως είχε προκληθεί ένα ατύχημα, από όσα έδειχναν τα στοιχεία από δικό της λάθος, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε κίνδυνο η ίδια και ο νεαρός που βρέθηκε εκεί κοντά την πιο ακατάλληλη στιγμή. Ο αδερφός της πέρασε μπροστά της και κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι της. Δεν έδωσε καμία σημασία στην ίδια. Χάθηκε μέσα στη διάσταση του πραγματικού και του ονείρου. Δεν καταλάβαινε τίποτα πλέον. Όλα είχαν μπερδευτεί μέσα της και έξω από εκείνη. Πώς είναι δυνατόν; Δεν μπορεί όλο αυτό να είναι αληθινό. Δεν μπορεί να είναι και στις δύο πλευρές. Θέλησε να φωνάξει, όμως στάθηκε αδύνατο. Προσπάθησε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει. Έσφιξε τους μύες του λαιμού της, τόσο πολύ που ένιωσε τις φλέβες της έτοιμες να σκάσουν. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη που ήταν τόσο ζωντανός. Άρχισε να τσιμπά με δύναμη το χέρι της... .... Ξύπνησε από την έντονη αίσθηση του πόνου στο δεξί της χέρι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο απέναντί της. Είχε νυχτώσει. Το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα χαμηλόφωνα μουσική. Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το υπνοδωμάτιο της, ενώ στη διαδρομή έλυνε τη ζώνη από το μπουρνούζι. Το πέταξε στο κρεβάτι και πήρε από τη μεγάλη ντουλάπα εσώρουχα, ένα λευκό φανελάκι και τη μαύρη φόρμα της. Ντύθηκε γρήγορα σαν κάτι να την κυνηγούσε. Πήγε στην είσοδο του διαμερίσματος και έβγαλε από την παπουτσοθήκη τα λευκά αθλητικά της παπούτσια. Φορώντας τα, η ματιά της έπεσε στο μεγάλο ρολόι πάνω στον τοίχο. Η ώρα ήταν δύο και σαράντα επτά. Προχώρησε προς την πόρτα παρά την περασμένη ώρα. Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι. Μπροστά της βρήκε τα πεταμένα απογευματινά ρούχα. Τα κλώτσησε με το αριστερό της πόδι παραμερίζοντάς τα και βγήκε. Συνειδητοποίησε πως το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα. Έφυγε χωρίς να κλειδώσει. Θα την καθυστερούσε. Πήδηξε με μια δρασκελιά τα τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου, ξεκλείδωσε το ποδήλατό της από το κάγκελο που υπήρχε εκεί για αυτήν την περίπτωση και έκανε πετάλι με όλη της τη δύναμη, κατευθυνόμενη προς τη θάλασσα... .... Στο νοσοκομείο, δίπλα από το κρεβάτι της, ξεχώρισε ένα μεγάλο μπουκέτο από τα λουλούδια του μπαλκονιού της και ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Εκείνη τη στιγμή ήταν μόνη της στο δωμάτιο. Ήταν μέρα, γιατι ο ήλιος έμπαινε από τα στόρια του παραθύρου, όμως δεν ήξερε τι ώρα. Και έπειτα συγκέντρωσε όλη την ακοή της στο ραδιόφωνο. Και τότε άκουσε το τραγούδι να λέει.. «.. Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ' όνειρο που είδα χτες το βράδυ κι ήμουν απ' τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη πες μου τι ειν' αυτά που βλέπω εδώ πρόφτασα να πω στον εαυτό μου μη μιλάς, μόνο κοίτα και πέρνα λέει αυτός και βγήκα από το όνειρό μου..»
0 Comments
Ξύπνησα στη μέση της νύχτας με την έντονη αίσθηση ότι βρισκόμουν κάτω από νερό. Μέσα σε μια θάλασσα. Όχι όμως με την αίσθηση του πνιγμού, όπως αρκετές άλλες φορές. Αυτή τη φορά με ξύπνησε η γνώριμη από παλιά γεύση του θαλασσινού νερού στο λαιμό μου. Δεν τρομοκρατήθηκα, ίσα ίσα, ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία, σαν να ζούσα μια στιγμή από το παρελθόν, σαν να μου είχε λείψει αυτή η γεύση και να μου ξύπνησε αναμνήσεις.
Είναι μερικές φορές που πασχίζω να διατηρήσω κάτι που αισθάνθηκα όσο περισσότερο μπορώ. Είτε είναι μια γεύση, μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα. Ακόμα και μια σκέψη. Η χτεσινή όμως αίσθηση του θαλασσινού νερού, είχε κάτι ιδιαίτερο, κάτι παλιό, γνώριμο και αγαπημένο, τόσο έντονο που δε χρειαζόταν προσπάθεια για να συγκρατήσω το συναίσθημα. Έμεινα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο να κοιτώ τους καθρέφτες των αναμνήσεών μου. Ο πρώτος μου έδειξε τη θάλασσα στο χωριό μου. Εκεί που από μικρή ηλικία συνήθιζα να κολυμπώ και να παίζω με τη χρυσή άμμο, γύρω από την προστασία αγαπημένων μου προσώπων. Τότε, σε εκείνη την ηλικία που δεν υπήρχαν βάσανα να παιδεύουν το μυαλό, ή που ίσως και να υπήρχαν κάπου κρυμμένα, βαθιά, που όμως όπως και να ‘χει ακόμα δεν είχαν αποκαλυφθεί. Άκουσα τις φωνές γύρω μου. Μύρισα τα παιδικά παχύρευστα αντηλιακά με τον υψηλό δείκτη προστασίας. Ένιωσα τον ήλιο στον σβέρκο μου. Τότε δε έκαιγε όπως σήμερα. Προχώρησα στον δεύτερο καθρέφτη. Και είδα τις πρώτες προσπάθειες για κολύμπι. Τα πλαστικά σωσίβια που φορούσαμε. Τα πολύχρωμα κουβαδάκια παρέα με τις τσουγκράνες και τα φτυαράκια. Με αυτά που μάθαμε να χτίζουμε τα πρώτα μας παλάτια στην άμμο. Μύρισα το κολατσιό που τρώγαμε. Σάντουιτς με μορταδέλα και μερικές φορές και κάποιο φρούτο, συνήθως αχλάδι. Συνηθίζαμε να πλένουμε το φρούτο μέσα στη θάλασσα και μετά να το τρώμε. Και ήταν τόσο ωραία η μίξη του αλμυρού νερού με το γλυκό νέκταρ. Είδα την αγωνία για τη τελευταία βουτιά, πριν να έρθει το λεωφορείο για την επιστροφή. Έπρεπε να στεγνώσουμε και να μην έχουμε ίχνος άμμου πάνω μας. Συνήθιζαν να φτιάχνουν έναν κύκλο στην άμμο με κάποιο ξερό κλαδί από τα παραπέρα δέντρα, και να μας λένε να μείνουμε μέσα μέχρι να στεγνώσουμε. Γιατι αν δεν μας έκλειναν σε αυτή τη «φυλακή» πάλι θα ξεφεύγαμε και θα μπαίναμε στο νερό, κάτι που θα μας απαγόρευε την είσοδο στο λεωφορείο. Είδα τη ντροπή μας όταν συνειδητοποιούσαμε πως όσο και να τινάζαμε τα πόδια μας, η άμμος πάντα υπήρχε εκεί, κολλημένη να μας θυμίζει. Είδα και τα χιλιάδες κοχύλια που μαζεύαμε μέσα σε μπουκαλάκια, σε ποτηράκια, στα κουβαδάκια, ελπίζοντας πως θα ζήσουν μαζί μας για καιρό. Τράβηξα τη βαριά σκούρα μπλε βελούδινη κουρτίνα μπροστά από τους καθρέφτες και μου αποκαλύφθηκε η γλυκιά εφηβεία με άρωμα από ροδάκινο και αντηλιακό καρύδας. Είδα την άμμο ακόμα πιο χρυσή κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Τότε ξέραμε να κολυμπάμε καλά και μπορούσαμε να πάμε μόνοι στην παραλία, χωρίς τη συνοδεία κηδεμόνων. Είδα τον εαυτό μου από ψηλά, να κάνει μακροβούτι. Χωρίς μπρατσάκια και σωσίβια, χωρίς τα δύο δάχτυλα να κλείνουν τη μύτη και με σαφώς πιο μοντέρνο μαγιό. Είδα τη ιριδίζουσα άμμο στον πάτο της θάλασσας, ζαρωμένη από τα ρεύματα, με τον ήλιο πάνω της να κάνει παιχνίδια παρέα με το νερό. Είδα τους αστερίες και τα αλογάκια της θάλασσας να κολυμπούν μαζί μου. Δεν είχαμε κολατσιό με μορταδέλα, αν και μερικές φορές κουβαλούσαμε φρούτα. Αν διψούσαμε πίναμε καφέ. Δεν κάναμε διαγωνισμό στις βουτιές και δε μας απασχολούσε να μείνουμε μέχρι τελευταίου λεπτού μέσα στο νερό. Μας ενδιέφερε περισσότερο να μείνουμε στον ήλιο και να μαυρίσουμε. Και όταν έφτανε η ώρα για το λεωφορείο, λίγη άμμος κολλημένη στα πόδια μας, φαινόταν πως έκρυβε κάτι αισθησιακό και καθόλου ντροπή δεν μας προκαλούσε. Στον επόμενο καθρέφτη η παραλία ήταν σκοτεινή, μια μουσική ερχόταν από μακριά και κάπου εκεί κοντά υπήρχαν και χρωματιστά φώτα που αναβόσβηναν στο ρυθμό της. Είχαν περάσει λίγα χρόνια. Εκείνα τα βράδια δεν κάναμε μπάνιο. Πίναμε μπύρα και δεν κουβαλούσαμε καθόλου κολατσιό. Παίρναμε ταξί για να πάμε στα κλαμπ αλλά και για να γυρίσουμε αργά τη νύχτα, κουβαλώντας μαζί εικόνες, μουσικές και αρώματα. Είδα την ερημική παραλία και το φεγγάρι καρφιτσωμένο πάνω σε έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. Τόσα πολλά δεν είδα πουθενά αλλού. Είδα τη θάλασσα να τραβιέται μέσα σαν να ήθελε να αφήσει το ζευγάρι εκεί κάτω από τα αστέρια μόνο του. Είδα το δρόμο που χάραζε το φεγγάρι πάνω στη ράχη της και ένιωσα τυχερή που κολύμπησα στο μονοπάτι του. Ένιωσα τη γεύση του πρώτου φιλιού. Πάντα στην ίδια παραλία. Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που κολύμπησα σε αυτήν τη θάλασσα. Κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό μου, συνήθως χειμώνα, επισκέπτομαι την παραλία μου. Η άμμος της δε φαίνεται πλέον χρυσή, είναι πάντα γκρι. Δε μυρίζει καρύδα, ούτε ροδάκινο. Δεν υπάρχουν κοχύλια, ούτε αστερίες, ούτε αλογάκια της θάλασσας. Μόνο μεγάλα πλοία που περνούν όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα προς άλλους προορισμούς. Προτού ξανακλείσω τα μάτια μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αύριο θα πήγαινα να τη δω ξανά. Ήταν Παρασκευή νωρίς το απόγευμα, όταν κλείδωσα την πόρτα της Καμπίνας και κατέβηκα για τη βραδινή βάρδια μου. Ένα από τα λίγα καλά του να δουλεύει κανείς μέσα σε πλοίο είναι πως δε χρειάζεται να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Δύο λεπτά αρκούν. Καταργούνται οι αποστάσεις, το μποτιλιάρισμα, τα κόκκινα φανάρια και οι πιθανότητες ατυχήματος είναι απειροελάχιστες, εκτός αν κάποιος πέσει από τις σκάλες. Ακόμα και αν η αλλαγή βάρδιας κοιμηθεί λίγο παραπάνω, ένα τηλέφωνο στην Καμπίνα αρκεί για να μπουν όλα σε τάξη μέσα σε λίγα λεπτά. Ένα από τα πολλά άσχημα του να δουλεύει κανείς μέσα σε πλοίο είναι πως σε περίπτωση ανάγκης, δεν υπάρχει άμεση διαφυγή. Χρειάζεται να γίνουν συγκεκριμένες και καλά συντονισμένες διαδικασίες, στις οποίες εμπλέκονται πολλά άτομα και κυρίως ανώτεροι. Και φυσικά προέχει η ασφάλεια των επιβατών. Αλλά αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις. Όπως ας πούμε το να εκδηλωθεί μια πυρκαγιά, ή να υπάρξει διαρροή. Και ακόμα σπανιότερο είναι να συμβεί μια βομβιστική επίθεση.
Εκείνη την Παρασκευή δεν είχα την καλύτερη διάθεση, αφού την προηγούμενη μόλις ημέρα είχα ενημερωθεί πως θα κατέβαινα από το πλοίο τη Δευτέρα με άδεια. Κάτι που δεν ήθελα γιατί δεν είχα συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόμουν, γιατί δεν ήξερα πόσο θα διαρκούσε η άδεια και γιατί δεν ήξερα σε ποιο πλοίο θα με ναυτολογούσαν μετά το τέλος της, Είχα συνηθίσει το συγκεκριμένο καράβι και το πλήρωμά του, αν και το δρομολόγιο ήταν πολύ κουραστικό. Κατέβηκα στην ώρα μου για να ξεκινήσω τη βάρδια μου. Μπαίνοντας στο Καζίνο συνάντησα τον ένα Λογιστή ο οποίος μόλις έβγαινε. Μου έκανε εντύπωση που τον είδα τέτοια ώρα εκεί, αλλά φαντάστηκα πως είχε σχέση με τα αυριανά λογιστικά που έπρεπε να τακτοποιήσουμε. Η συνάδελφος με κοίταξε με τα γαλανά της μάτια που ξαφνικά έβγαζαν μικρές φλόγες, χαμογέλασε, με ρώτησε αν είμαι καλά και κοκκίνισε ελαφρά. Απόρησα με το ύφος της. Ρώτησα αν συνέβαινε κάτι περίεργο, αφού πρώτα έριξα μια γρήγορη ματιά στο χώρο μήπως και βρω λύση στο μικρό αυτό μυστήριο πιο γρήγορα. Δεν είδα κάτι, εκτός από μια μάλλον αυξημένη κίνηση για την ώρα. “Ksereis tis psaxnoume?’ με ρώτησε με την αστεία προφορά της. Δεν είναι Ελληνίδα. ‘Όχι ...ψάχνουμε κάτι;’ ‘Ton psuktiko’, απαντάει και συνεχίζει να με κοιτά με το ίδιο βλέμμα, ενώ το κοκκίνισμα αυξήθηκε κατά δύο τόνους. Τόσο αυξήθηκε και το δικό μου, μάλλον, γιατί ντράπηκα που δε θυμόμουν το σύνθημα. Στην αρχή απόρησα, Γιατί είναι τόσο περίεργο να ψάχνει κανείς έναν ψυκτικό; Και τι τον θέλουμε και τον ψάχνουμε όλοι μαζί; Και καλά, έχουμε ψυκτικό στο πλοίο μας; Δεν έχουμε... Ξαφνικά ένιωσα τον ήχο μιας δυνατής καμπάνας στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Νταν! Ο ψυκτικός είναι συναγερμός! Ξύπνα! Ναι... Αλλά τι συναγερμός... και... δεν άκουσα καμία ανακοίνωση ...΄ βγάλαν; Δε βγάλαν ... μήπως επειδή έκανα μπάνιο δεν την άκουσα; ‘Διαρροή;’ Ρωτάω χωρίς να είμαι σίγουρη. Μου κόβονται τα γόνατα επί τόπου. Νομίζω την πλημμύρα φοβάμαι πιο πολύ σε ένα πλοίο. ‘Oxi, vomva!’, απαντάει. ‘Α, εντάξει μωρέ! Πλάκα θα μας κάνουν. Φάρσα. Κάποιος θα πήρε τηλέφωνο και τους τρέχει. Αλλά εμείς γιατί δεν κάνουμε τίποτα; Αφού συμμετέχουμε στην έρευνα. Είναι στα καθήκοντά μας’. ‘Den ksero. To exoun analavei oloi oi upoloipoi mallon. Emeis upotithetai pos de gnorizoume tipota. Rotisa ti sumvainei giati oloi mphkan kai psaxnan to Kazino. Mexri kai mesa sto tameio mphkan. Alla kaneis de mou elege ti psaxnoun. Ektos apo enan pou den antekse kai mou to omologise’. Το ρίξαμε στην πλάκα και οι δύο, μιλώντας για τον ψυκτικό μη τυχόν και μας ακούσει κάποιος από τους επιβάτες. Είχαμε ένα θέμα να συζητήσουμε, νιώθαμε και οι δύο μια υπερένταση, αλλά δεν το παραδεχόμασταν. Το χειρότερο που μπορούσε να μας συμβεί ήταν να πεθάνουμε. Τί άλλο μπορούσε να πάει πιο στραβά. Ευτυχώς δεν ήταν πλημμύρα, Είναι πολύ παγωμένα τα νερά στα ανοικτά. Φεύγοντας για την Καμπίνα μου είπε να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου και να της πω πως την αγαπάω. Της απάντησα πως το ξέρει αυτό. (Τό ξέρει; ... Το ξέρεις;) Πάνω που είχα πείσει τον εαυτό μου πως όλα είναι μια χαρά, άκουσα τα ηχητικά σήματα από τα ηχεία και πανικοβλήθηκα. Πάνε και οι αισιόδοξες σκέψεις, πάνε όλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υποτίθεται πως λίγοι γνώριζαν τι συνέβαινε. Τώρα τί είναι αυτό; Τώρα γνωρίζουμε όλοι στο πλήρωμα; Μήπως δεν είναι φάρσα τελικά; Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να σφίξω τα κλειδιά του Καζίνο στα δάχτυλά μου, λες και αυτά θα με έσωζαν. Δεν ξέρω γιατι αντέδρασα έτσι. Μήπως και χρειαζόταν να παρουσιαστώ κάπου και έπρεπε να κλειδώσω το Ταμείο. Πρέπει να παραμένει κανείς επαγγελματίας κάτω από όλες τις συνθήκες....! Κατά τη διάρκεια των ακαθόριστων ηχητικών σημάτων φυσικά οι επιβάτες δεν κατάλαβαν τίποτα. Μόνο λίγοι κοίταξαν ψηλά στα ταβάνια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν ακούμε έναν ήχο που δε γνωρίζουμε τη σημασία του, γυρνάμε προς την πηγή του και συνήθως παίρνουμε μια έκφραση απορίας, που μερικές φορές μοιάζει και θυμωμένη, και την οποία γνωστοποιούμε στην πηγή του, ή όποιον βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κοντά μας και εμφανίζει τα ίδια εκφραστικά συμπτώματα. Λες και εκεί που ακούγεται ο ήχος, στην περίπτωσή μας ηχείο, θα γράφονται τα χαρακτηριστικά του. Έτσι και οι επιβάτες. Ίσως περίμεναν να δουν μια επεξηγηματική πινακίδα, ή ένα μοντέλο όπως εκείνο που βλέπουν κάθε φορά που παρακολουθούν την ταινία εξοικείωσης με τα σωστικά μέσα του πλοίου σε κάθε επιβίβαση, που θα τους έλεγε: ‘Ακούσατε μόλις τον κρυφό συναγερμό για βομβιστική ενέργεια. Αυτό σημαίνει πως είτε κάποιος μας κάνει μια κακόγουστη φάρσα, είτε αυτή τη στιγμή μαζί μας ταξιδεύει ένας μικρός εκρηκτικός μηχανισμός, που όσο και να ψάξουμε πιθανά δε θα καταφέρουμε να τον εντοπίσουμε και φυσικά όλοι μπορεί να γίνουμε τροφή για τα ψάρια της Μεσογείου. Παρόλα αυτά, μην πανικοβληθείτε, συνεχίστε τις δραστηριότητες σας και θα σας ενημερώσουμε. Α, και μη δοκιμάσετε να πέσετε στη θάλασσα. Ο θάνατος από υποθερμία είναι δεδομένος και γρήγορος. Εκτός βέβαια αν φορέσετε στολή. Επίσης σας ενημερώνουμε πως το self service θα παραμείνει στη διάθεσή σας για δεκαπέντε λεπτά ακόμη. Ευχαριστούμε’. Τώρα όλοι καταλαβαίνουμε γιατί οι συναγερμοί είναι ήχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, εκτός και αν γνωρίζει, ή περίεργες ανακοινώσεις που περιλαμβάνουν ψυκτικούς και άλλα επαγγέλματα. Άσε που το μοντέλο θα έπρεπε να το πει και σε άλλες τρεις γλώσσες... Ένας νεαρός πελάτης ήρθε να κάνει ψιλά για να παίξει σε κάποιο μηχάνημα. Με προσγείωσε λίγο, αν και είχα το νου μου να δω τι γίνεται έξω από το Καζίνο. Είδα σχεδόν όλο το πλήρωμα εκείνη την νύχτα. Μόνο ο Πλοίαρχος δεν κατέβηκε. Όλοι πέρασαν από μπροστά μου, με καλοσιδερωμένες στολές και φαινομενικά ήρεμοι, αλλά ήξερα πως δεν ήταν. Μέχρι και ο Υποπλοίαρχος που κάποτε μου είχε κάνει την εξοικείωση στο πλοίο πέρασε και μάλιστα φορώντας την επίσημη στολή και όχι τη φόρμα εργασίας που όπως είχε πει προτιμούσε να φοράει επειδή είχε συνηθίσει στα φορτοτικά πλοία που εργαζόταν πριν. Περίεργοι είναι οι Υποπλοίαρχοι.. Κάλεσα στο τηλέφωνο τον αριθμό της Καμπίνας μας. Η συνάδελφος είχε ακούσει το συναγερμό αλλά δεν είχε ανησυχήσει τόσο. Θεώρησε πως ήταν απλά μια ειδοποίηση για το πλήρωμα να λήξει η έρευνα. Βολεύτηκα με αυτή την εκδοχή. Ήθελα να στείλω μήνυμα σε φίλους και στη μητέρα μου, αλλά κυκλοφορεί μια φήμη πως όταν λειτουργεί το δορυφορικό σήμα στα κινητά τηλέφωνα, μπορούν από τη Γέφυρα να παρακολουθήσουν το δίκτυο. Οπότε δε θα ήταν καλό να μάθουν πως διαδίδω φήμες για βόμβες και ψυκτικούς. Συν το ότι θα ανησυχούσαν, χωρίς λόγο μάλλον. Πέρασε κάμποση ώρα με διάφορους Αξιωματικούς και πλήρωμα να κάνουν παρέλαση μπροστά μου. Μου φάνηκαν πως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Μέχρι που το τηλέφωνο χτύπησε και αυτή τη φορά με καλούσε η συνάδελφος από την Καμπίνα μας και όχι εγώ εκείνη. Και αυτή τη φορά ήταν εκείνη πιο ανήσυχη. Άκουγε θόρυβο στους διαδρόμους με τις καμπίνες επιβατών, μάλλον άνοιγαν για να ψάξουν και εκεί. Άρα ο συναγερμός δε σήμαινε λήξη τις έρευνας. Όμως τί; Άνοιξα το προσωπικό μου συρτάρι που βρίσκεται κάτω από τον εκτυπωτή. Έβγαλα ένα διαφανές πλαστικό φάκελο με χρωματιστές πεταλούδες, χαμογελαστά λουλούδια και μελισσούλες πάνω του. Έλεος, σκέφτηκα. Τι ρεζιλίκια είναι αυτά. Αλλά προοριζόταν για άλλη χρήση στη στεριά ο φάκελος και όχι για να συγκεντρώνω τα του καραβιού χαρτιά. Έβγαλα από μέσα το βιβλιαράκι με τα Καθήκοντά μου. Έψαξα μήπως βρω κάτι για τον περίεργο αυτό συναγερμό, αλλά δε θυμόμουν πόσα ήταν τα σήματα. Διάβασα άλλη μια φορά τα καθήκοντά μου. Είχα και το περιβραχιόνιο μου εκεί μέσα. Τα έβαλα μαζί σε μια άκρη μήπως και τελικά δεν ήταν φάρσα. Αν κάποια μάτια μπορούσαν να δουν τα αόρατα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή θα ντρεπόμουν πολύ για το φόβο μου. Περίεργο συναίσθημα να γνωρίζεις και κανείς να μη γνωρίζει πως και εσύ γνωρίζεις και όλοι να νομίζουν πως μόνο εσύ δε γνωρίζεις. Είναι συναίσθημα μοναξιάς. Χάθηκα μέσα σε σκέψεις. Ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί παράξενα σε καταστάσεις πίεσης. Για τους οργανισμούς διαφόρων άλλων ζώων δε γνωρίζω, αλλά πιθανά λειτουργούν περισσότερο με τα ένστικτα, παρά με τη ψυχραιμία και τη λογική, όπως έπρεπε να κάνουμε εμείς, οι άνθρωποι, σε αυτή την περίπτωση. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, γιατι ενώ εξωτερικά όλα έμοιαζαν φυσιολογικά και ήρεμα, εσωτερικά όλα ήταν σε εγρήγορση. Τόσο σε ατομικό επίπεδο του καθενός που γνώριζε πως κάτι συνέβαινε, όσο και στο επίπεδο του πλοίου σαν κοινωνία. Οι απλοί πολίτες ήταν ήρεμοι και απολάμβαναν το ταξίδι ενώ οι υπεύθυνοι του πλοίου είχαν κρυφές πληροφορίες που θα μπορούσαν να τρομοκρατήσουν τους πολίτες. Κάτι σαν Αμερικάνικη ταινία δηλαδή. Σίγουρα πάντως τα ζώα δεν έχουν φαντασία, και αν έχουν, σε τέτοιες καταστάσεις δε τη χρησιμοποιούν. Απλά τρέχουν.. Και αφού δεν μπορούσα να τρέξω κι εγώ, άφησα το μυαλό μου ελεύθερο. Κι εκείνο απέδειξε για άλλη μια φορά πως είναι δρομέας και μάλιστα Ολυμπιακών προδιαγραφών και αντοχών. Σαν να προσπαθούσε να συναγωνιστεί το πλοίο. Και ήταν ένα πολύ γρήγορο πλοίο, με πολύ καλούς μηχανικούς, αλλά και Καπετάνιο, και με όλες τις μηχανές του σε λειτουργία. Τόσο γρήγορο, που πάντα έφτανε λίγο νωρίτερα στους προορισμούς του, έστω και αν κάποιες φορές αναχωρούσε ακόμα και μια ώρα αργότερα από το πρόγραμμά του, λόγω του εκτεταμένου ελέγχου για λαθρομετανάστες στις νταλίκες. Και αυτοί οι άνθρωποι, παντού τρυπώνουν.. Προσπάθησα να φανταστώ το πως θα ήταν αν γινόταν μια έκρηξη βόμβας μέσα στο πλοίο, τη δεδομένη εκείνη στιγμή, που δεν ήμασταν κοντά σε κάποιο λιμάνι. Που να ήταν τοποθετημένη, αν υπήρχε; Πιθανά στο γκαράζ. Εκεί μου φάνηκε πιθανότερο. Ίσως στη νταλίκα κάποιου ανυποψίαστου οδηγού. (Ή μήπως όχι και τόσο ανυποψίαστου;) Και τι σχήμα θα είχε; Νομίζω τετράγωνο. Και θα είχε και κόκκινο λαμπάκι. Για το αν θα μετρούσε αντίστροφα την ώρα από την ενεργοποίησή της μέχρι την έκρηξη, δεν μπόρεσα να αποφασίσω. Νομίζω θα είχε περισσότερο αγωνία να μη ξέρει κανείς πόσος χρόνος απομένει. Θα είχε σίγουρα καλώδια. Ένα κόκκινο και ένα μπλε, έτσι ώστε αν κάποιος την ανακάλυπτε να έπρεπε να αποφασίσει για την τύχη του και των υπολοίπων. Επίσης δε μπόρεσα να αποφασίσω για το που θα ήταν τοποθετημένη, ως προς τις ζώνες του πλοίου. Θα ήταν μικρή ή μεγάλη η έκρηξη; Δηλαδή, θα χρησιμοποιούσαμε τα όσα μας δείξατε στην εξοικείωση κύριε Υποπλοίαρχε, ή δε θα προλαβαίναμε ούτε το σταυρό μας να κάνουμε; Τέτοιες ώρες απαιτείται... Και έπειτα το αποκορύφωμα. Θα την ακούγαμε την έκρηξη; Θα τη νιώθαμε; Τόσος κρυφός πανικός για να μη νιώσουμε τίποτα; Και τι ακριβώς θα νιώθαμε; Το φαντάστηκα ως ένα τεράστιο κρότο, μια υπερβολική ζέστη και έπειτα από κάμποση ώρα με διάφορα άλλα τέτοια εφέ, την απόλυτη ηρεμία. Το πλοίο να ταξιδεύει χωρίς να ακούγεται τίποτα. Ούτε καν οι μηχανές. Και η θάλασσα λάδι. Σαν να πλέει σε μια άλλη διάσταση. Όλα να έχουν επανέλθει στο φυσιολογικό μέσα στο πλοίο, αλλά με μια μη φυσιολογική απόλυτη ησυχία. Τελικά τα ζώα είναι τυχερά που δε βλέπουν ταινίες.. Ώρες αργότερα μετά την αναταραχή, όταν οι περισσότεροι επιβάτες είχαν κοιμηθεί και μόνο ένας είχε απομείνει στο Καζίνο, είδα τον Λογιστή Ά να περνάει και να κοιτάει χαμηλά, στις γωνίες. Μήπως τελικά είχε σκάσει κάποια βόμβα και κανείς μας δεν το είχε καταλάβει; Και να ΄μαι εδώ, μέσα στο πλοίο τελικά, να αποτελώ πλήρωμα, εν μέρει, αφού στην ουσία είμαι υπάλληλος άλλης εταιρίας που απλά συνεργάζεται με τις γραμμές. Προτιμώ να κρατήσω τον τίτλο πλήρωμα από το υπάλληλος Καζίνο. Ποτέ μου δε συμπάθησα αυτούς τους χώρους και δε θα ζητούσα δουλειά σε ανάλογο πόστο στη στεριά. Ήρθα για το πλοίο και τις εμπειρίες του. Μαζί με αυτές, παίρνω και τις εμπειρίες του Καζίνο, χωρίς να παραπονιέμαι, αφού ξεπερνούν τις προσδοκίες μου και με το παραπάνω. Στα 29 μου αποφάσισα πως το επάγγελμα μου θα είναι ‘συλλέκτης εμπειριών’. Όσο περίεργες, τόσο το καλύτερο.
Με τα πλοία τα πήγαινα πάντα καλά. Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι ήταν όταν πήγαινα στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και η μητέρα μας αποφάσισε να κάνουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές σε κάποιο νησί του Ιονίου. Και λέω μεγάλο ταξίδι, γιατί ως τότε οι εμπειρίες μου αφορούσαν μόνο διαδρομές Ηγουμενίτσα - Κέρκυρα, με ‘παντόφλες’. Οπότε το ταξίδι για την Κεφαλονιά έμοιαζε με Κρουαζιέρα και το καράβι τόσο μεγάλο όσο το Πλοίο της Αγάπης. Ήταν η ίδια γραμμή πλοίων στην οποία τώρα αποκτώ αυτές τις εμπειρίες. Όπως ήταν η ίδια, όταν φοιτήτρια πλέον στην Πάτρα ταξίδευα κάθε εβδομάδα στην Ηγουμενίτσα, για να δω τους συγγενείς μου. Τον πρώτο χρόνο. Τα υπόλοιπα επτά χρόνια της φοιτητικής μου ζωής τα περνούσα στην Πάτρα, είτε γιατί δούλευα, είτε γιατί δε δούλευα οπότε δεν είχα τα χρήματα, είτε γιατί οι υποχρεώσεις δεν το επέτρεπαν. Ίσως και γιατί η φοιτητική μου ζωή ήταν και αυτή μια μεγάλη συλλογή περίεργων εμπειριών, γι΄αυτό άλλωστε διήρκησε και τόσο. Ακρίβυναν πολύ και τα εισιτήρια μετά τον πρώτο χρόνο.. Την απόφαση να μπω στα καράβια την πήρα μετά από ένα μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι (με αεροπλάνο αυτή τη φορά), το οποίο γέμισε τα μάτια και τη ψυχή μου αλλά άδειασε το ταμείο μου. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που παραιτήθηκα από την προηγούμενη δουλειά μου, ένα καλοκαιρινό πρωινό στο τέλος της Άνοιξης, όταν κάλεσα σε καφέ το ένα από τα τρία αφεντικά μου για να του πω πως φεύγω γιατί θέλω να κάνω κάτι μεγάλο αυτό το καλοκαίρι... επειδή μια μέρα ξύπνησα και συνειδητοποίησα πως είχα ξεχάσει πως να κάνω όνειρα. Επιστρέφοντας και μη έχοντας λοιπόν άλλες υποχρεώσεις -αλλά πολλά χρέη-, είπα να τολμήσω να στείλω βιογραφικό στην αγγελία που είχε μπει στο μάτι μου από τον πρώτο σχεδόν χρόνο των σπουδών μου. Κίνητρό μου ήταν εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες, η πεποίθησή μου πως είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα. Και το ότι μετά από το μεγάλο εκείνο ταξίδι, η ψυχή μου δεν μπορούσε να ηρεμήσει, δεν μπορούσε να δεχτεί τη ζωή σαν μια ρουτίνα. Ήθελε να δει, να ζήσει. Και έτσι και έγινε. Άφησα το θέμα στην τύχη. Έστειλα το βιογραφικό και περίμενα. Στις μέρες μας ποτέ δεν είναι σίγουρο πως θα σε ειδοποιήσουν όταν κάνεις γνωστή την πρόθεσή σου να εργαστείς για εκείνους που θέλουν εργάτες. Περίεργα πράγματα. Τελικά με ειδοποίησαν και όταν αποφάσισα πως θα έφευγα, όλοι σχεδόν με είπαν φευγάτη. Ίσως... τουλάχιστον τόλμησα. Και τόλμησα γιατί αυτή η δουλειά έχει λιμάνια, έχει ανθρώπους που ζουν διαφορετικά, κλεισμένοι μέσα σε μια πλωτή κοινωνία. Ένας μικρός Δήμος είναι το Καράβι, όπως κάποτε μου είπε και ο Καπετάν Β. Και αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, έτσι είναι. Έχει τις Ιεραρχίες του, τα διαμερίσματά του, τα καταστήματά του, την Τράπεζά του, ακόμα και φυλακή. Και έχει και Καζίνο. Το μόνο που δεν έχει είναι την ελευθερία όσων εργάζονται σε αυτόν. Και επίσης είναι λιγότερο σταθερός, σαν ένα Δήμο στη στεριά που συνέχεια έχει σεισμούς. Όμως τί είναι σταθερό στον κόσμο μας; Ο δρόμος μέχρι τον καταπέλτη του πλοίου ήταν μεγάλος και δύσκολος. Αλλά η στιγμή έφτασε και στάθηκα και τυχερή. Ναυτολογήθηκα στη γραμμή της Βενετίας. Όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Να δω τα κανάλια της, το Σαν Μάρκο, τις γόνδολες που κοστίζουν τόσο ακριβά, τα Μουράνο, τις Βενετσιάνικες μάσκες, τις πασαρέλες που είναι ξύλινες κατασκευές που αντικαθιστούν τους δρόμους όταν η πόλη πλημμυρίζει. Και τα είδα όλα αυτά. Πολλές φορές. Σε μια βόλτα στα σοκάκια της χιονισμένης τότε Βενετίας, ο Ύπαρχος που εκείνη την ημέρα μας συνόδευε μου είπε: ‘Αυτή είναι η ανταμοιβή μας για τη δουλειά που κάνουμε. Τα όσα βλέπουμε στα ταξίδια μας’. Όμως η δική μου ανταμοιβή ήταν αλλού. Ήταν τη στιγμή που με κάλεσαν στη Γέφυρα του πλοίου για να παραλάβω τα έγγραφα που με έκαναν και επίσημα Ναύτη. Η πρώτη μου επαφή με την πανοραμική αυτή θέα ήταν στο Λιμάνι της Πάτρας. Η ψυχή μου ανατρίχιασε όταν αντίκρισε το μεγαλείο της θάλασσας μπροστά από το πιλοτήριο του πλοίου. Και παρόλο που δεν ταξιδεύαμε, εγώ ένιωθα να τρέχω με χιλιάδες ναυτικά μίλια. Η Γέφυρα βρίσκεται στο μπροστινό τμήμα του πλοίου και είναι κάθετη σε αυτό, με αποτέλεσμα να προεξέχει λίγο από δεξιά και αριστερά. Η είσοδος σε αυτή είναι καλά κρυμμένη στο τελευταίο κατάστρωμα, πίσω από βαριές πόρτες που λειτουργούν με συνδυασμούς. Είναι το μυαλό του πλοίου, αν ή μηχανή είναι η καρδιά του. Αν την πρώτη φορά η ψυχή μου ανατρίχιασε, τη δεύτερη δάκρυσε. Ο Υποπλοίαρχος με κάλεσε για να μου μιλήσει για τα σωστικά μέσα του πλοίου. Αυτή τη φορά μόλις είχαμε φύγει από την Ηγουμενίτσα, με προορισμό την Πάτρα και ο καιρός δεν ήταν καλός. Όσοι ταξιδεύουν συχνά αυτό το δρομολόγιο τον χειμώνα, θα έχουν παρατηρήσει πως εκεί πιάνει θάλασσα. Ο Καπετάνιος με οδήγησε μπροστά στη τζαμαρία και ξεκίνησε να μου μιλάει για τις βάρκες, τα σωσίβια, τα βαρελάκια, τις ασκήσεις και τα γυμνάσια, για τα καθήκοντά μου σε περίπτωση πυρκαγιάς ή βομβιστικής ενέργειας. Και απορώ πως τα θυμάμαι όλα αυτά. Ο εαυτός μου μάλλον χωρίστηκε στα δύο. Ο ναύτης εαυτός έμεινε όρθιος μπροστά από τον Καπετάνιο, κοιτούσε με σοβαρότητα τα γαλανά του μάτια και μόνο κούναγε το κεφάλι καταφατικά επαναλαμβάνοντας ένα ‘μάλιστα’ για να δείχνει το παρόν και πως όλα ήταν κατανοητά. Και εγώ, προχώρησα λίγο πιο πέρα, μέχρι που ίσα που άκουγα τη φωνή του να τα εξηγεί όλα αυτά. Κοιτούσα τη γκρίζα θάλασσα, τα κύματα που με μανία χτυπούσαν την πλώρη του καραβιού, τη βροχή που συναντούσε εμπόδιο στο πανοραμικό τζάμι. Τον ορίζοντα που χανόταν στο βάθος, εκεί που συναντούσε τη θάλασσα. Γκρίζος και ο ουρανός. Και ήταν η πρώτη φορά που το αυτό το χρώμα με μάγεψε τόσο πολύ. Πρώτη φορά που μου φάνηκε τόσο ζωντανό. (Θα σκεφτεί κανείς πως δεν είναι και τόσο σημαντικό το να βλέπεις τη θάλασσα. Όλοι σχεδόν την έχουμε δει, όλοι έχουμε μαγευτεί και όλοι σχεδόν έχουμε ταξιδέψει μέσα της. Όμως η θέα μέσα από το πιλοτήριο ενός τεράστιου πλοίου είναι πραγματικά μαγευτική. Είναι ο συνδυασμός του μεγαλείου της, της θέας, με τη θέα εντός της γέφυρας, με τη γνώση πως εκεί γίνονται όλες οι διαδικασίες για να κινηθεί αυτό το κήτος και να μεταφέρει με ασφάλεια τόσες ζωές, υπό όλες τις καιρικές συνθήκες. Όποιος στέκεται μπροστά από το τιμόνι του πλοίου, πραγματικά αισθάνεται άρχοντας του κόσμου. Με τον καιρό οι Ναύτες ίσως το βαριούνται. Αλλά αν μπορούσαν έστω και λίγο να διατηρούν αυτό το συναίσθημα, η ζωή τους μέσα στο πλοίο θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα και σίγουρα λιγότερο μονότονη και βαρετή). Εξερεύνησα το χώρο για μια στιγμή. Είδα το ναύτη στο τιμόνι να ακολουθεί τις διαταγές του Καπετάνιου, πιστός σε όσα ορίζουν οι μοίρες. Χάθηκα μέσα σε όλα τα μικρά κουμπάκια πάνω στο ταμπλό. Άλλα αναμμένα και άλλα σβηστά. Περάσαμε δίπλα από κάποιο νησί. Ήταν τότε που ο Καπετάν Μ. Σηκώθηκε από το γραφείο και ζήτησε από το ναύτη να αλλάξει πορεία γιατί ήμασταν επικίνδυνα κοντά. Ο Καπετάν Β. είχε απορροφηθεί τόσο από την κουβέντα που έκανε μόνος του μαζί μου, που ξέφυγε μάλλον λίγο εκτός πορείας. Τότε ήταν που παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε. Με την άνεση του αρσενικού που δέχεται στο ακριβό αυτοκίνητό του ένα νεαρότερο θηλυκό. Θα μου πεις, πως να μη νιώθει κανείς υπερήφανος όταν οδηγά ένα τόσο μεγάλο αμάξι! Παρατήρησα τη γλώσσα του σώματός του. Ακουμπούσε το δεξί του αγκώνα στο ξύλινο πάσο μπροστά από τη τζαμαρία και είχε σταυρώσει τα πέλματα των ποδιών του, κάνοντας έτσι τη Γέφυρα να μοιάζει με ένα μπαρ που είχε θέα τη βροχερή φουρτουνιασμένη θάλασσα. Άλλες φορές έβαζε το ένα του χέρι στη τσέπη του παντελονιού του, ως ένδειξη υπεροχής, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο έκανε κινήσεις και έκοβε κύκλους με άνεση μπροστά από το χώρο του. Κάθε φορά που έπρεπε να δώσει εντολές στο ναύτη το έκανε με τόση άνεση όση χρειάζεται για να παραγγείλει κανείς ένα ακριβό μπουκάλι κρασί θέλοντας να δείξει πως γνωρίζει από ποιότητα και πως ελέγχει την κατάσταση. Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως οι άνθρωποι θα είναι πάντα ίδιοι, όπου και να τους βάλεις. Λένε πως όλα είναι μελετημένα στα μηχανήματα ενός Καζίνο. Τα γνωστά φρουτάκια ή κουλοχέρηδες. Πως όλα είναι προμελετημένα απο τον κατασκευατή. Κάποιοι λένε πως υπάρχει ένας κρυφός μετρητής που όταν φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, τότε το μηχάνημα δίνει πολλά χρήματα. Ως τότε απλά «τρώει». Άλλοι πάλι λένε πως όλα αυτά δεν ισχύουν και πως είναι θέμα τύχης του καθενός. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Μα σίγουρα είναι μελετημένα και μάλιστα πολύ καλά, άλλα πράγματα. Όπως τα χρώματα και οι ήχοι που το κάθε μηχάνημα έχει. Τα κοινά φρουτάκια με τις τρεις μπάρες που γυρνάνε κάνουν συγκεκριμένο ήχο. Μελέτες λένε πως αυτός ο ήχος λειτουγεί κάπως διεγερτικά στο εθισμένο μυαλό του παίκτη, κάνοντας να θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι. Αυτός είναι ο ήχος που τον εθίζει στα τυχερά παιχνίδια. Λένε.. Οι γνώστες των Καζίνο γνωρίζουν πως ο δημιουργός των τυχερών αυτών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ένας Κινέζος, αυτοκτόνησε μόλις συνειδητοποίησε τι μέγεθος καταστροφής έφερε σε αρκετούς. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε γιατι ο ίδιος εθίστηκε και έχασε όλη την περιουσία του. Λένε.. Ο παίκτης μπαίνει μέσα στο χώρο του Καζίνο πατώντας το ξύλινο παρκέ πρώτα με το δεξί του πόδι και έπειτα με το αριστερό. Κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα και ρίχνει μια ματιά σε όλα τα μηχανήματα. Ένα γρήγορο σκανάρισμα. Να δει ποιός είναι μέσα, σε ποιά παιχνίδια παίζουν, ποιός tαμίας έχει βάρδια. Όλα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Έχει απο πριν επιλέξει σε ποιο παιχνίδι θα κερδίσει. Από την ώρα που φόρτωσε τη νταλίκα του στο γκαράζ του πλοίου, περιμένει με αγωνία την αναχώρηση και το πρώτο μισάωρο να περάσει, ώστε να ξεκινήσει η λειτουργία του Καζίνο. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έμπαινε μέσα. Την προηγούμενη Δευτέρα ένας άλλος παίκτης έχασε αρκετά χρήματα στο μηχάνημα 4. Το νέο θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει σε πολλούς, οπότε δεν μπορούσε να ρισκάρει να προλάβει άλλος τη θέση. Στάθηκε τυχερός και το μηχάνημα ήταν ελεύθερο. Προχώρησε με γρήγορα βήματα κάνοντας τα τακούνια από τις μπότες του, καουμπόικου τύπου, να ηχήσουν έντονα στο παρκέ. Έβγαλε τα τσιγάρα από την μπροστινή αριστερή τσέπη του παντελονιού του, έβαλε ένα στο στόμα, το άναψε, ενώ το δεξί πόδι είχε σχεδόν καθίσει στην καρέκλα. Κοίταξε για άλλη μια φορά προς το γκισέ, για να σιγουρευτεί για τον ταμία που βρισκόταν μέσα. Να τον ζυγίσει. Φαινόταν τυχερός ή θα έχανε πολλά χρήματα εξαιτίας του; Φάνηκε αδιάφορος ως προς την ικανοποίηση του και ζήτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του ένα τασάκι. Ανασηκώθηκε λίγα εκατοστά, ίσα για να μπορέσει να βγάλει το μαύρο πορτοφόλι του από τη δεξιά κωλότσεπη. Το άνοιξε και έβγαλε το πρώτο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. Ήταν αποφασισμένος πως θα έπαιζε με μεγάλα νούμερα αν ήθελε να κερδίσει. Ο άνθρωπος που του είπε πως είχε παίξει την προηγούμενη Δευτέρα αρκετά χρήματα φαινόταν έμπιστος. Κοίταξε το μηχάνημα ευθεία. Αν είχε μάτια θα το κάρφωνε μέσα σε αυτά. Και ήταν σαν τότε να ξεκίνησε ένας σιωπηλός διάλογος μεταξύ τους. Κάτι που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν. Είναι κάτι ανάμεσα στους παίκτες και τα μηχανήμτα. Ο παίκτης είπε στο μηχάνημα: «Θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ για αρχή. Τί μπορείς να μου δώσεις σε αντάλλαγμα;» Το μηχάνημα με το νούμερο 4 ρίγησε και έβγαλε ήχους που μοιάζαν με μουσική. «Ξεκίνα», του είπε. Ο παίκτης όλη αυτή τη στιγμή δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το ταμπλό. Ίσιωσε τις γωνίες του χαρτονομίσματος και το τοποθέτησε στην υποδοχή, με την κεφαλή προς τα πάνω. Το μηχάνημα το καταβρόχθισε και σε αντάλλαγμα άναψε όλα τα λαμπάκια του, υπολόγισε τα χρήματα σε μονάδες και σήμανε την αρχή του αγώνα με τον ήχο μιας καμπάνας. Η επιλογή της τιμής του στοιχήματος έγινε. Και μετά όλα μοιάζαν με αγώνα μποξ. Ο παίκτης χτυπούσε τα κουμπιά αλλάζοντας την τιμή και στοιχηματίζοντας. Το μηχάνημα με το νούμερο 4 γυρνούσε τις ροδέλες του έχοντας ένα στραβό ειρωνικό χαμόγελο κάθε φορά. Τα φρούτα γυρνούσαν γρήγορα και άλλες φορές σταματούσαν πάνω στη γραμμή, άλλες φορές λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω, και άλλες φορές σε συνδιασμούς που κέρδιζαν λίγους πόντους. Πάντα όμως με τρόπο που κρατούσαν τον παίκτη σε εγρήγορση. ‘Ηταν η στιγμή που ο άνθρωπος έγινε παιχνίδι και το μηχάνημα έγινε ο κυρίαρχός του. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον δεξιό του κρόταφο. Είχαν περάσει τρεις ώρες και το πορτοφόλι είχε αδειάσει αρκετά. Κοίταξε προς το γκισέ του ταμείου. Είχε αλλάξει η βάρδια αλλά δεν το είχε καν καταλάβει. Ζήτησε να του παραγγείλουν έναν καφέ, ένα μπουκάλι νερό και ένα πακέτο τσιγάρα. Ο σερβιτόρος του Μπαρ τα έφερε μετά από 4,5 λεπτά. Το μηχάνημα γέλασε με την παραγγελεία του. Εκείνο δε χρειαζόταν καμία δόση καφεΐνης ή νικοτίνης για να αντέξει. Ούτε καν νερό. «Λοιπόν;», λέει αφού ο αντίπαλος είχε μόλις σβήσει το σπίρτο με το οποίο άναψε το πρώτο τσιγάρο του νέου πακέτου. «Τόσο αντέχεις;», του ξεστόμισε με θράσσος. Τα μάτια του παίκτη είχαν κιόλας κοκκινήσει από την αϋπνία. Φύσηξε τον καπνό με βία πάνω στο ταμπλό με τις μπάρες. «Ε, δε βοηθάς κι εσύ καθόλου. Δε βλέπω να γίνεται παιχνίδι. Τόσες ώρες είμαι εδώ και μου έχεις φάει 9 πεντακοσάευρα». «Ο δυνατότερος ας νικήσει» ήταν η τελευταία κουβέντα που σήμανε την έναρξη του επόμενου γύρου, ο οποίος θα κράταγε μέχρι την ανακοίνωση του μισάωρου πριν το λιμάνι της Πάτρας. Το Καζίνο τότε θα έπρεπε να κλείσει. Μια τυχερή στιγμή, μια απροσεξία του μηχανήματος, ή μια πολύ καλά κρυμμένη στρατηγική του κίνηση, έδωσε μια ανάσα στον παίκτη. Οι μπάρες σταμάτησαν σε ένα δυνατό συνδιασμό. Οι μονάδες άρχισαν να προστίθενται στο λογαριασμό με έναν χαρακτηριστικό ήχο. Χαρούμενο αλλά μονότονο. Όλοι οι εθιστικοί ήχοι έχουν κάτι το μονότονο. Τρεις χιλιάδες και εννιακόσια ευρώ έγιναν δικά του μόλις πάτησε το κουμπί Cash Out. Ο ταμίας τον πλήρωσε και η επιλογή ήταν και πάλι στα χέρια του. Είχε χάσει πολλά χρήματα, πήρε κάποια πίσω, αλλά όχι όσα έχασε, συν το ότι ο γνωστός του είχε παίξει μια μικρή περιουσία στο περασμένο ταξίδι, οπότε δε γινόταν διαφορετικά. Το μηχάνημα έπρεπε να δώσει κι άλλα. «Αν είσαι έξυπνος, θα τα πάρεις και θα φύγεις», είπε το μηχάνημα σε μια ένδειξη καλοσύνης και αναγνώρισης του αντιπάλου. Του το όφειλε άλλωστε. Πάλευαν εννέα ώρες. «Και από πότε εσύ δίνεις συμβουλές υπέρ μου; Μπλοφάρεις. Αυτό κάνεις. Σε έχω φτάσει στο σημείο που θα τα βγάλεις όλα και φοβάσαι. Όλα. Και αυτά που πήρες από εμένα και όσα στο προηγούμενο ταξίδι. Αυτό λέγεται φόβος φίλε μου. Αλλά δε θα ψαρώσω. Θα σε γονατίσω σήμερα». Λένε πως είναι καλό να μην προκαλεί κανείς την τύχη του. Πως πρέπει να δέχεται τα όσα του δίνουν και να μην είναι άπληστος. Λένε πως πρέπει να είναι ευγενικός με την τύχη του γιατι μπορεί να θυμώσει. Λένε. Η ανακοίνωση ακούστηκε από τα μεγάφωνα στις 4:30 το πρωί. «Σε μισή ώρα φτάνουμε στο Λιμάνι της Πάτρας. Παρακαλούμε, ελέγξτε την Καμπίνα σας για προσωπικά σας αντικείμενα και επιστρέψτε το κλειδί στη Ρεσεψιόν. Ευχαριστούμε». Και μετά στα Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά. Σηκώθηκα με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Προχώρησα προς το μηχάνημα με το νούμερο 4. Έπρεπε να το καθαρίσω. Το κοίταξα ευθεία. Προσπάθησα να βρω που θα ήταν τα μάτια του αν είχε. Ασυναίσθητα κοίταξα στο ύψος των δικών μου. Δεν είδα τίποτα και με το δεξί μου χέρι ξεκίνησα να γυαλίζω τη νικελένια επιφάνεια με τα πλαστικά κουμπιά. Ξαφνικά οι ροδέλες γύρισαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό εθιστικό ήχο κάθε φορά που κάθε μία σταματούσε και με λίγες μουσικές νότες προστέθηκαν πέντε μονάδες στο λογαριασμό. Ο παίκτης είχε αφήσει λίγες μονάδες μέσα, προφανώς από λάθος. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Μου άρεσε. Κοίταξα ξανά το μηχάνημα και το είδα να μου χαμογελάει με το γνωστό στραβό χαμόγελο. Το χέρι μου, σαν μαριονέτας που ορίζεται από αόρατα νήματα, πάτησε άλλη μια φορά το κουμπί. Άλλες τρεις μονάδες προστέθηκαν και τώρα στο χαμόγελο πρέπει να έλαμψε και μια υποψία δοντιών. Πάτησα το κουμπί Cash Out, άφησα το πράσινο ξεσκονόπανο, κλείδωσα το Καζίνο και έφυγα τρομαγμένη. Μια φιγούρα μάλλον κοντού αναστήματος, ίσως όμως φυσιολογική για τα δεδομένα της φυλής μας. Τα υπόλοιπα μπορεί να μην τα παρατηρήσεις πάνω στο πρόσωπό της, μόνο εκείνα τα μάτια... Πράσινα μάτια με δυό μεγάλες φλόγες να καίνε. Πόσες φορές τα είδα να κλαίνε... Πόσες να γελούν... Τα μάτια που με έμαθαν να κοιτώ μέσα σε αυτά και μέσα σε όλα τα υπόλοιπα και να βλέπω πίσω από αυτά. Τα μάτια που με κάναν άνθρωπο.
Αν δεν σε φυλακίσουν, θα προχωρήσεις και πιο πέρα. Και τότε θα δεις τα χέρια. Κουρασμένα από τη δουλειά και τις κακουχίες. Χέρια σκληρά μα τόσο μαλακά στο άγγιγμα... Πώς το κάνουν; Χέρια που ξέρουν τι θα πει εργασία εξοντωτική, όχι για προσωπικές απολαβές, αλλά για να θρέψουν τη ζωή. Μια μεγάλη αγκαλιά πάντα ανοιχτή και έτοιμη να δώσει, οποιαδήποτε στιγμή, μέχρι να αδειάσει, γιατι αυτή ξέρει πως μόνο έτσι θα γεμίσει.. Χέρια που με κάναν άνθρωπο. Και ίσως τότε σκύψεις το βλέμμα μπροστά στο μεγαλείο της. Θα δεις τα πόδια της. Πονεμένα πόδια, που έχουν ανέβει μύριες ανηφόρες στη ζωή. Και ποτέ δε λύγισαν. Κανένα βάρος δεν είναι ικανό να τα κάνει να λυγίσουν, να πάψουν να ανεβαίνουν σκαλοπάτια σηκώνοντας το βάρος της ζωής. Έτοιμα να τρέξουν προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις για να προσφέρουν. Πόδια που με κάναν άνθρωπο. Φέρνω το σύνολο στη μνήμη μου. Πάει καιρός που έχω αποτραβηχτεί από κοντά της. Αυτό που βλέπω είναι μια καρδιά. Τόσο μεγάλη που χωράει τον κόσμο όλο. Και πώς να μην τον χωρέσει; Μέσα σ’ αυτή την καρδιά, βλέπω τα μάτια της. Προσπαθώ κι άλλο και ξεθάβω από το παρελθόν τη φωνή της. Να μου τραγουδάει. Ένα τόσο όμορφο ποίημα που η ψυχή μου έτρεμε και δεν το άντεχα... Θυμάμαι της ζητούσα να σταματήσει. Δεν καταλάβαινες τότε το γιατί... Συγνώμη. Ήταν τόσο όμορφο, που με τρόμαζε. Μόνο που δεν ήξερα να στο πω. Μητέρα, κρύβεις τόση σοφία μέσα σου... Κάθεται εκεί, στη δεξιά πλευρά της εισόδου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στο Περιστέρι. Κοντή, αδύνατη. Φοράει μαύρα. Τα μαλλιά της είναι ξανθά και φορά γυαλιά. Τα φρύδια της είναι περίεργα. Έχουν μεγάλη απόσταση από τα μάτια της. Της δίνουν ένα ιδιαίτερα ειρωνικό ύφος. Η φωνή της είναι στριγγλιστή.
Από την αρχή φάνηκε περίεργη. Κάπως νευρική. Σίγουρα νευρική. Κούναγε τα πόδια της έντονα. Έλεγχε όποιον έμπαινε μέσα. Σήκωνε τα γυαλιά της. Έβγαλε από την τσάντα της ένα μακρύ μαύρο πορτοφόλι. Είχε πολύ ειρωνικό ύφος. Γύρω από το στόμα της υπήρχαν έντονες ρυτίδες έκφρασης που την κάνουν ακόμα πιο παράξενη. Γέλαγε; Πως μπορεί να ήταν τόσο έντονες; Αναμφίβολα ήταν μια αυταρχική φιγούρα. Κι εγώ απέναντι να την παρατηρώ παίζοντας με το αντιστρές στο χέρι… Μοναστηράκι, μεσημέρι Τρίτης. Ήλιος που καίει. Κίνηση, κόσμος, φασαρία. Μουσική μέσα στο αμάξι. Απέναντί μου μια κυρία μετρίου αναστήματος με ξανθές μπούκλες, κρατάει μια ομπρέλα βροχής. Φοράει φούστα που φτάνει κάτω από το γόνατο, χοντρό καλσόν στο χρώμα του δέρματος, σκούρα μποτάκια, καφέ μάλλινη μπλούζα και ζακέτα ανοιχτόχρωμη. Στα πόδια της βρίσκονται απλωμένα πράγματα. Ένα μικρό τάβλι, ένα φαναράκι και άλλα άχρηστα μικροπράγματα. Τόσο μικρά που δύσκολα διακρίνονται. Προχωράει νευρικά ανάμεσά τους. Μουρμουράει. Κάτι για λεφτά. Τέσσερα εκατομμύρια, χωριό, ψωροκατοστάρικα… λέξεις που ακούγονται και επαναλαμβάνονται. Πίσω της είναι κάποια άτομα με γυρισμένη την πλάτη. Έχουν και ένα σκυλάκι μαζί τους. Κανείς δεν της δίνει σημασία. Προχωράει, παραμιλάει, ρίχνει κάτι με το πόδι της, το σηκώνει, συνεχίζει. Ίσως ψάχνει για παρέα. Κάποιον να του τα πει, να την ακούσει.
Για μια στιγμή κάνει να πλησιάσει το αυτοκίνητο. Η καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Ευτυχώς όμως ήταν η ιδέα μου. Κι αν ήταν τρελή; Με έπιασε άγχος. Τι να ήθελε; Κάποιον να την ακούσει. Τόσα χρόνια. Το ίδιο παζάρι, η ίδια ομπρέλα, οι ίδιοι άνθρωποι, το ίδιο μουρμουρητό, τα ίδια ρούχα. Τόσα χρόνια η ίδια σκηνή, η ίδια ζωή… Μετά μπήκε ένα άλλο αυτοκίνητο ανάμεσά μας. Η επαφή διακόπηκε. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις».
K.Γ.Καρυωτάκης …Καθώς ανοίγω την πόρτα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, για να βγω έξω, σιγοτραγουδάω την Πρέβεζα. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις…». Ο στίχος είχε κολλήσει στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων συναλλαγών μου. Βγαίνω έξω. Ο ήλιος έχει ανέβει αρκετά ψηλά, και μας χαρίζει απλόχερα τη ζέστη του. Η άνοιξη έχει αρχίσει να κάνει αισθητή πλέον την παρουσία της. Η κίνηση είναι αρκετά αυξημένη, όμως νιώθω να με κυριεύει μια αίσθηση χαλαρότητας. Στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τον κόσμο που περνά από δίπλα μου. Θέλω να φύγω, όμως νιώθω πως τα πόδια μου έχουν καρφωθεί στο πεζοδρόμιο. Δυσκολεύομαι πολύ να κινηθώ, και νιώθω και το βλέμμα μου να καρφώνεται σ’ ένα σημείο, ευθεία μπροστά μου, και τότε συνειδητοποιώ τους στίχους που τριγυρνούσαν πριν από λίγο στο μυαλό μου. Είναι πολύ εύκολο να μην υπάρχεις. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως δεν υπάρχω. Το σώμα μου δεν βρίσκεται μέσα στη βαβούρα της μεσημεριανής κίνησης. Νιώθω αόρατη. Δε δυσκολεύομαι να το πιστέψω πως έτσι είμαι, αφού κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει το απλανές βλέμμα μου, που είναι καρφωμένο στο κενό, ούτε εμένα την ίδια που στέκομαι ακίνητη σ’ ένα τόσο πολυσύχναστο δρόμο. Χιλιάδες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Τόσες πολλές που δυσκολεύομαι να τις ακολουθήσω. Με κουράζουν. Σκέφτομαι το θάνατο και αναρωτιέμαι πως έφτασα εκεί. Εφαρμόζω τη διαδικασία αντιστροφής των σκέψεων και το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Γρήγορα ανακαλύπτω την αρχή. Οι στίχοι της Πρέβεζας. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις». Όπως και εγώ τώρα. Όταν βγήκα έξω, υπήρχα. Και τώρα, λίγο αργότερα, νιώθω πως δεν υπάρχω. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι. Τι γίνεται όμως, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει πραγματικά; Όταν ζεις και ξαφνικά κάτι κόβει αυτό το νήμα, κάτι χωρίς αιτία. Ένα ατύχημα, για παράδειγμα. Και έρχεται ο θάνατος. Και τότε δεν υπάρχεις. Δεν νιώθεις, δεν πονάς. Δεν προλαβαίνεις. Πονούν αυτοί που μένουν πίσω. Εσύ έχεις φύγει. Μέσα σε μια στιγμή, έχεις πάψει να νιώθεις, να καταλαβαίνεις, να υπάρχεις. Νιώθω μια ανατριχίλα σ’ όλο μου το σώμα. Φαίνεται πως η εμπειρία του ατυχήματος έχει ριζώσει για τα καλά μέσα μου. Η φρίκη του θανάτου με κυριεύει. Προσπαθώ να ξεφύγω, όμως μ’ έχει καθηλώσει. Δεν μπορώ να διώξω τα συναισθήματα και τις εικόνες από το μυαλό μου. Νιώθω να καταρρέω. Ξαφνικά ένας περαστικός κατά λάθος με σπρώχνει ελαφρά στην προσπάθειά του να περάσει από μπροστά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ταραγμένη, καθώς νιώθω να ξυπνάω από έναν εφιάλτη. -Ευχαριστώ, καταφέρνω να πω λαχανιασμένη από τον τρόμο στον περαστικό. Εκείνος κοντοστέκεται, γυρίζει, με κοιτάει στα μάτια μ’ ένα ύφος γεμάτο απορία, μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει… |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |