Μοναστηράκι, μεσημέρι Τρίτης. Ήλιος που καίει. Κίνηση, κόσμος, φασαρία. Μουσική μέσα στο αμάξι. Απέναντί μου μια κυρία μετρίου αναστήματος με ξανθές μπούκλες, κρατάει μια ομπρέλα βροχής. Φοράει φούστα που φτάνει κάτω από το γόνατο, χοντρό καλσόν στο χρώμα του δέρματος, σκούρα μποτάκια, καφέ μάλλινη μπλούζα και ζακέτα ανοιχτόχρωμη. Στα πόδια της βρίσκονται απλωμένα πράγματα. Ένα μικρό τάβλι, ένα φαναράκι και άλλα άχρηστα μικροπράγματα. Τόσο μικρά που δύσκολα διακρίνονται. Προχωράει νευρικά ανάμεσά τους. Μουρμουράει. Κάτι για λεφτά. Τέσσερα εκατομμύρια, χωριό, ψωροκατοστάρικα… λέξεις που ακούγονται και επαναλαμβάνονται. Πίσω της είναι κάποια άτομα με γυρισμένη την πλάτη. Έχουν και ένα σκυλάκι μαζί τους. Κανείς δεν της δίνει σημασία. Προχωράει, παραμιλάει, ρίχνει κάτι με το πόδι της, το σηκώνει, συνεχίζει. Ίσως ψάχνει για παρέα. Κάποιον να του τα πει, να την ακούσει.
Για μια στιγμή κάνει να πλησιάσει το αυτοκίνητο. Η καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Ευτυχώς όμως ήταν η ιδέα μου. Κι αν ήταν τρελή; Με έπιασε άγχος. Τι να ήθελε; Κάποιον να την ακούσει. Τόσα χρόνια. Το ίδιο παζάρι, η ίδια ομπρέλα, οι ίδιοι άνθρωποι, το ίδιο μουρμουρητό, τα ίδια ρούχα. Τόσα χρόνια η ίδια σκηνή, η ίδια ζωή… Μετά μπήκε ένα άλλο αυτοκίνητο ανάμεσά μας. Η επαφή διακόπηκε.
0 Comments
Leave a Reply. |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |