Μοναστηράκι, μεσημέρι Τρίτης. Ήλιος που καίει. Κίνηση, κόσμος, φασαρία. Μουσική μέσα στο αμάξι. Απέναντί μου μια κυρία μετρίου αναστήματος με ξανθές μπούκλες, κρατάει μια ομπρέλα βροχής. Φοράει φούστα που φτάνει κάτω από το γόνατο, χοντρό καλσόν στο χρώμα του δέρματος, σκούρα μποτάκια, καφέ μάλλινη μπλούζα και ζακέτα ανοιχτόχρωμη. Στα πόδια της βρίσκονται απλωμένα πράγματα. Ένα μικρό τάβλι, ένα φαναράκι και άλλα άχρηστα μικροπράγματα. Τόσο μικρά που δύσκολα διακρίνονται. Προχωράει νευρικά ανάμεσά τους. Μουρμουράει. Κάτι για λεφτά. Τέσσερα εκατομμύρια, χωριό, ψωροκατοστάρικα… λέξεις που ακούγονται και επαναλαμβάνονται. Πίσω της είναι κάποια άτομα με γυρισμένη την πλάτη. Έχουν και ένα σκυλάκι μαζί τους. Κανείς δεν της δίνει σημασία. Προχωράει, παραμιλάει, ρίχνει κάτι με το πόδι της, το σηκώνει, συνεχίζει. Ίσως ψάχνει για παρέα. Κάποιον να του τα πει, να την ακούσει.
Για μια στιγμή κάνει να πλησιάσει το αυτοκίνητο. Η καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Ευτυχώς όμως ήταν η ιδέα μου. Κι αν ήταν τρελή; Με έπιασε άγχος. Τι να ήθελε; Κάποιον να την ακούσει. Τόσα χρόνια. Το ίδιο παζάρι, η ίδια ομπρέλα, οι ίδιοι άνθρωποι, το ίδιο μουρμουρητό, τα ίδια ρούχα. Τόσα χρόνια η ίδια σκηνή, η ίδια ζωή… Μετά μπήκε ένα άλλο αυτοκίνητο ανάμεσά μας. Η επαφή διακόπηκε.
0 Comments
«Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις».
K.Γ.Καρυωτάκης …Καθώς ανοίγω την πόρτα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, για να βγω έξω, σιγοτραγουδάω την Πρέβεζα. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις…». Ο στίχος είχε κολλήσει στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων συναλλαγών μου. Βγαίνω έξω. Ο ήλιος έχει ανέβει αρκετά ψηλά, και μας χαρίζει απλόχερα τη ζέστη του. Η άνοιξη έχει αρχίσει να κάνει αισθητή πλέον την παρουσία της. Η κίνηση είναι αρκετά αυξημένη, όμως νιώθω να με κυριεύει μια αίσθηση χαλαρότητας. Στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τον κόσμο που περνά από δίπλα μου. Θέλω να φύγω, όμως νιώθω πως τα πόδια μου έχουν καρφωθεί στο πεζοδρόμιο. Δυσκολεύομαι πολύ να κινηθώ, και νιώθω και το βλέμμα μου να καρφώνεται σ’ ένα σημείο, ευθεία μπροστά μου, και τότε συνειδητοποιώ τους στίχους που τριγυρνούσαν πριν από λίγο στο μυαλό μου. Είναι πολύ εύκολο να μην υπάρχεις. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως δεν υπάρχω. Το σώμα μου δεν βρίσκεται μέσα στη βαβούρα της μεσημεριανής κίνησης. Νιώθω αόρατη. Δε δυσκολεύομαι να το πιστέψω πως έτσι είμαι, αφού κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει το απλανές βλέμμα μου, που είναι καρφωμένο στο κενό, ούτε εμένα την ίδια που στέκομαι ακίνητη σ’ ένα τόσο πολυσύχναστο δρόμο. Χιλιάδες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Τόσες πολλές που δυσκολεύομαι να τις ακολουθήσω. Με κουράζουν. Σκέφτομαι το θάνατο και αναρωτιέμαι πως έφτασα εκεί. Εφαρμόζω τη διαδικασία αντιστροφής των σκέψεων και το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Γρήγορα ανακαλύπτω την αρχή. Οι στίχοι της Πρέβεζας. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις». Όπως και εγώ τώρα. Όταν βγήκα έξω, υπήρχα. Και τώρα, λίγο αργότερα, νιώθω πως δεν υπάρχω. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι. Τι γίνεται όμως, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει πραγματικά; Όταν ζεις και ξαφνικά κάτι κόβει αυτό το νήμα, κάτι χωρίς αιτία. Ένα ατύχημα, για παράδειγμα. Και έρχεται ο θάνατος. Και τότε δεν υπάρχεις. Δεν νιώθεις, δεν πονάς. Δεν προλαβαίνεις. Πονούν αυτοί που μένουν πίσω. Εσύ έχεις φύγει. Μέσα σε μια στιγμή, έχεις πάψει να νιώθεις, να καταλαβαίνεις, να υπάρχεις. Νιώθω μια ανατριχίλα σ’ όλο μου το σώμα. Φαίνεται πως η εμπειρία του ατυχήματος έχει ριζώσει για τα καλά μέσα μου. Η φρίκη του θανάτου με κυριεύει. Προσπαθώ να ξεφύγω, όμως μ’ έχει καθηλώσει. Δεν μπορώ να διώξω τα συναισθήματα και τις εικόνες από το μυαλό μου. Νιώθω να καταρρέω. Ξαφνικά ένας περαστικός κατά λάθος με σπρώχνει ελαφρά στην προσπάθειά του να περάσει από μπροστά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ταραγμένη, καθώς νιώθω να ξυπνάω από έναν εφιάλτη. -Ευχαριστώ, καταφέρνω να πω λαχανιασμένη από τον τρόμο στον περαστικό. Εκείνος κοντοστέκεται, γυρίζει, με κοιτάει στα μάτια μ’ ένα ύφος γεμάτο απορία, μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει… |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |