Γύρισε το κλειδί δύο φορές και η βαριά ξύλινη πόρτα του νέο-κλασσικού άνοιξε. Ένοιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να την περικυκλώνει. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη σε αυτή την πόλη και ιδιαίτερα μέσα σε τούτο το κτίριο, το οποίο μετρούσε πολλά χρόνια αλλά κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να το αναβαθμίσει, έστω στα απαραίτητα για το κλίμα της πόλης. Παρόλα αυτά, παρέμενε ένα μεγαλοπρεπές κτίσμα ικανό να ταξιδέψει σε άλλες εποχές όποιον σταματούσε για λίγο απέναντι από το μικρό του μπαλκονάκι για να το χαζέψει. Εκείνη το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και κίνησε ουρανό και γη για να το αποκτήσει, έστω και με ενοίκιο.
Πέταξε τα κλειδιά αδιάφορα στο μικρό τραπεζάκι αριστερά από την είσοδο και με αργές μηχανικές κινήσεις, ξεφορτώθηκε τα ρούχα που τη βάραιναν. Πρώτα τη τσάντα, έπειτα τα παπούτσια με τις κάλτσες, μετά το παντελόνι και τέλος το φανελάκι που είχε βραχεί από τον ιδρώτα. Τα παράτησε στο πάτωμα, δεν την ένοιαζε. Προχώρησε αργά προς το μπάνιο, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να βάλει τα κλάματα. Πάντως δεν αισθανόταν άνετα να αντικρίζει το είδωλό της. Ήταν σαν να είχε δύο πρόσωπα απέναντι της, ίδια, μα και τόσο διαφορετικά. Την κοιτούσαν και γνώριζαν τις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να κρυφτεί. Το ένα την κοιτούσε λυπημένο. Έμοιαζε άθλιο. Κουρασμένο, απογοητευμένο. Το άλλο είχε σκληρό βλέμμα. Αν μπορούσε θα την έφτυνε. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Ένιωθε να την κατακρίνει τόσο αυστηρά που δεν το άντεξε. Γύρισε την πλάτη στη συνείδησή της που είχε πάρει μορφή μέσω το καθρέπτη και κοίταξε την μπανιέρα. Ένιωθε έντονη την ανάγκη για κάθαρση. Αν μπορούσε, θα γέμιζε την μπανιέρα με κάποιο υγρό απολυμαντικό και θα βυθιζόταν εκεί μέχρι να καθαρίσει… από το σώμα μέχρι τις σκέψεις της. Κάθισε στο κέντρο της μπανιέρας και άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει πάνω της, από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της. Πρέπει να έμεινε έτσι αρκετή ώρα, γιατι σιγά σιγά το νερό άρχισε να παγώνει, προκαλώντας ένα αναζωογονητική μούδιασμα, πρώτα στα πόδια, μετά ένα ευχάριστο ρίγος στην πλάτη και έπειτα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πήρε την απόφαση να βρέξει το κεφάλι. Το παγωμένο πλέον νερό τέντωσε όλα τα νεύρα του προσώπου και μαζί και όλες τις αισθήσεις της. Ήταν σοφή απόφαση. Όταν ένιωσε ανανεωμένη και έτοιμη να λήξει αυτή τη μικρή ιεροτελεστία που συνήθιζε να κάνει, βγήκε από την μπανιέρα, τυλίχτηκε με το λευκό μπουρνούζι και βγήκε από το μπάνιο. Δεν έβαλε πετσέτα στα μαλλιά της, ούτε στέγνωσε τα νερά από πάνω της. Της άρεσε να στεγνώνει με φυσικό τρόπο και για κάποιο λόγο διασκέδαζε με το να βλέπει τα σημάδια από τις υγρές τις πατούσες στο πολύχρωμο πλακάκι του νεοκλασικού, το οποίο έμοιαζε με ψηφιδωτό. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και κρατώντας την πόρτα ανοιχτή με το δεξί της χέρι, παρατήρησε για αρκετή ώρα το περιεχόμενό του, ενώ η ψύξη που έβγαινε προς τα έξω με τη μορφή αχνής ομίχλης, δρόσισε τις ακάλυπτες γάμπες της. Δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον μέσα στο ψυγείο και κλείνοντας την πόρτα σκέφτηκε πως ίσως ήταν καιρός να ασχοληθεί περισσότερο με τα γυναικεία πράγματα... Δουλειές του σπιτιού δηλαδή, που σίγουρα θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και την αγορά των απαραίτητων υλικών που θα γέμιζαν επιτέλους τα άδεια ράφια του μοντέρνου ψυγείου. Αποφάσισε προς το παρόν να πιεί έναν ελληνικό καφέ. Το σαλόνι ήταν στη Δυτική πλευρά του σπιτιού και έβλεπε προς τη θάλασσα, η οποία αν και κάμποσο μακριά από το σπίτι, φαινόταν στο βάθος του κάδρου που δημιουργούσαν οι ψηλές ξύλινες μπαλκονόπορτες. Ήταν άλλο ένα θετικό του σπιτιού, η δύση του Ήλιου. Ήταν τυχερή που είχε βρει ένα σπίτι με το υπνοδωμάτιο στα Ανατολικά, ώστε να ξυπνάει με την πρωινή καντάδα του ήλιου και να ξεκουράζεται με το πολύχρωμο παιχνίδισμά του κατά τη δύση του, ξαπλωμένη πάντα στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Άνοιξε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό και άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός από το σπίρτο έκανε μια απότομη χορευτική φιγούρα μπροστά της και έπειτα διαλύθηκε στον αέρα που έμπαινε από τα ανοικτά παράθυρα του δωματίου. Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο και αφού κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα την αναπνοή της, φύσηξε τον καπνό με μια άηχη δύναμη. Επανέλαβε τη διαδικασία δύο φορές ακόμα, με λιγότερη ένταση και έσβησε το τσιγάρο στο κρυστάλλινο σταχτοδοχείο πάνω στο μοντέρνο χαμηλό σκούρου χρώματος τραπέζι. Τόσο ήθελε, τόσο χρειαζόταν. Ποτέ δεν κάπνιζε ολόκληρο το τσιγάρο. Κοίταξε γύρω της. Η παράδοση συναντούσε το μοντέρνο, σκέφτηκε και χαμογέλασε με ικανοποίηση από μέσα της. Ήταν αυτή η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό της από νεαρότερη ηλικία, κάθε φορά που σκεφτόταν πως θα ήθελε να είναι το σπίτι στο οποίο θα ζούσε μόνη της. Και τελικά φαίνεται πως το απέκτησε, με αρκετό κόπο βέβαια. Στο να πετύχει αυτό το πάντρεμα στη διακόσμηση βοήθησε βέβαια και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος είχε αφήσει κάποια έπιπλα αντίκες στο χώρο. Ευτυχώς είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει τα υπόλοιπα έπιπλα και χρηστικές συσκευές, οι οποίες να ταιριάζουν με το χώρο, δημιουργώντας αυτή τη μίξη. Έκανε διάφορες σκέψεις κοιτάζοντας όλα τα αντικείμενα μέσα στο χώρο, ένα ένα, φέρνοντας στη θύμησή της το πως απέκτησε το κάθε ένα. Μια από τις αγαπημένες τις ασχολίες ήταν να τριγυρνάει στις αγορές με τα υπαίθρια μαγαζάκια, στα οποία μπορούσε να βρει χίλια δυό μικρά και μεγάλα αντικείμενα που έμοιαζαν να κουβαλάνε πάνω στα παλιά υλικά τους εμπειρίες, μυρωδιές, χρόνια ολόκληρα. Πάντα προτιμούσε τα μεταχειρισμένα αντικείμενα, εκτός από τα ρούχα. Αυτά ήθελε να είναι πάντα καινούργια, διαφορετικά της θύμιζαν το θάνατο. Το θάνατο... Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, απασχολούσε το μυαλό της και τη συνείδησή της, η οποία την κυνηγούσε. Θυμήθηκε τον καθρέπτη. Τα δύο πρόσωπα που την κοιτούσαν ταυτόχρονα. Ντράπηκε για τον εαυτό της. Παρόλο που μόλις είχε βγει από το μπάνιο, που μόλις είχε τελειώσει την ιεροτελεστία κάθαρσης, που μόνο εκείνη ήξερε τη σημασία της, ένιωσε βρώμικη. Όσο και αν προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της με μικρές σκέψεις γύρω στο χώρο, η αλήθεια ήταν πάντα εκεί. Κρυμμένη στη γωνία, έτοιμη να πεταχτεί μπροστά της και να την αιφνιδιάσει, έτσι ακριβώς όπως και εκείνη πετάχτηκε με το αυτοκίνητό της από το μικρό στενό, σε εκείνον τον κεντρικό δρόμο κάτω στην παραλιακή οδό της μικρής πόλης. Δεν είναι δυνατόν να έβλαψε κάποιον.. Δε γίνεται.. Το βλέμμα της σταμάτησε στο παράθυρο, ανάμεσα από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και τις κρεμ κουρτίνες που είχαν στήσει χορό. Πέρασε πάνω από τις ζαρντινιέρες με τα πολύχρωμα καλοκαιρινά λουλούδια, πέρασε ακόμα και πάνω από τις στέγες των υπόλοιπων κτιρίων και χάθηκε στον ορίζοντα. Ένοιωσε τα βλέφαρα να βαραίνουν, παρόλο που είχε πιεί παραπάνω από το μισό φλιτζάνι του καφέ. Ήταν περίεργο, μα ο ελληνικός καφές συνήθως της έφερνε υπνηλία και ένα είδος χαλάρωσης που έμοιαζε με νιρβάνα. Το τελευταίο που κατάφερε να ακούσει πριν χαθεί μέσα σε αυτή τη γλυκιά δίνη, ήταν το τραγούδι στο ραδιόφωνο. «... Κι ήμουν απ’ τη μια του κύκλου εγώ, κι εγώ από την άλλη...» .... ‘Άνοιξε τα μάτια βγάζοντας μια μικρή κραυγή, μάλλον τρόμου. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ένιωσε τα αυτιά της κενά και τα μάτια της τυφλά παρόλο που μπορούσε να δει. Σιγά σιγά άρχισε να επανακτά τις βασικές της αισθήσεις. Πρώτα άκουσε το βούισμα στο χώρο, ομιλίες, ανθρώπους να περπατάνε γύρω της, ήχους από ροδάκια που κυλούσαν στο πλακάκι του δαπέδου, κάποια μηχανήματα να δουλεύουν στο βάθος κάνοντας τον ήχο του σταθερού τόνου. Και έπειτα το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει γύρω της. Τα χρώματα ξεκαθάριζαν το ένα μετά το άλλο, με κυρίαρχο το λευκό και το γκρι, οι φιγούρες έγιναν πιο συγκεκριμένες, οι περισσότερες φορούσαν λευκές ρόμπες, και τέλος είδε και τα φορεία, τους ασθενείς, τους συγγενείς να περιμένουν με αγωνία κοντά στις πόρτες των δωματίων και ρωτώντας οποιονδήποτε έμοιαζε με προσωπικό του Νοσοκομείου για τον άνθρωπο τους που προφανώς βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε μια γωνιά της Νευροχειρουργικής πτέρυγας. Δεν ήταν ικανή να θυμηθεί πόση ώρα ήταν εκεί. Μάλλον όχι αρκετή, αφού κανείς δε φαινόταν να την είχε παρατηρήσει. Κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς γύρευε εκεί. Στα αριστερά της είδε ένα μικρό πηγαδάκι να έχει στηθεί έξω από ένα δωμάτιο. Κόσμος πολύς. Κατεύθυνε το βλέμμα της από περιέργεια. Αναγνώρισε ανθρώπους δικούς της, οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Το βλέμμα της αγρίεψε καθώς πλησίασε σχεδόν τρέχοντας. Αυτό που αντίκρισε ήταν ικανό να παγώσει το αίμα της που ένιωθε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από και προς την καρδιά της. Πέρασε ανάμεσα από τους ανθρώπους που έδειξαν να αψηφούν την εμφάνισή της εκεί. Προχώρησε δειλά στην είσοδο του δωματίου. Κοίταξε στο κρεβάτι και είδε τον εαυτό της ξαπλωμένο και σκεπασμένο με το λευκό σεντόνι του νοσοκομείου. Δίπλα της, μηχανήματα και αντλίες, παροχές ενέργειας σε υγρή και αέρια μορφή. Και πιο δίπλα, στα αριστερά της, ένα νεαρό αγόρι, στην ίδια κατάσταση. Γύρισε προς τον κόσμο και προσπάθησε να τους ρωτήσει τι συναίβει. Κανείς δεν απάντησε. Κανείς δεν άκουσε. Εκείνη τη στιγμή έφτασε λαχανιασμένος ο αδερφός της. Αμέσως τον ενημέρωσαν πως είχε προκληθεί ένα ατύχημα, από όσα έδειχναν τα στοιχεία από δικό της λάθος, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε κίνδυνο η ίδια και ο νεαρός που βρέθηκε εκεί κοντά την πιο ακατάλληλη στιγμή. Ο αδερφός της πέρασε μπροστά της και κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι της. Δεν έδωσε καμία σημασία στην ίδια. Χάθηκε μέσα στη διάσταση του πραγματικού και του ονείρου. Δεν καταλάβαινε τίποτα πλέον. Όλα είχαν μπερδευτεί μέσα της και έξω από εκείνη. Πώς είναι δυνατόν; Δεν μπορεί όλο αυτό να είναι αληθινό. Δεν μπορεί να είναι και στις δύο πλευρές. Θέλησε να φωνάξει, όμως στάθηκε αδύνατο. Προσπάθησε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει. Έσφιξε τους μύες του λαιμού της, τόσο πολύ που ένιωσε τις φλέβες της έτοιμες να σκάσουν. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη που ήταν τόσο ζωντανός. Άρχισε να τσιμπά με δύναμη το χέρι της... .... Ξύπνησε από την έντονη αίσθηση του πόνου στο δεξί της χέρι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο απέναντί της. Είχε νυχτώσει. Το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα χαμηλόφωνα μουσική. Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το υπνοδωμάτιο της, ενώ στη διαδρομή έλυνε τη ζώνη από το μπουρνούζι. Το πέταξε στο κρεβάτι και πήρε από τη μεγάλη ντουλάπα εσώρουχα, ένα λευκό φανελάκι και τη μαύρη φόρμα της. Ντύθηκε γρήγορα σαν κάτι να την κυνηγούσε. Πήγε στην είσοδο του διαμερίσματος και έβγαλε από την παπουτσοθήκη τα λευκά αθλητικά της παπούτσια. Φορώντας τα, η ματιά της έπεσε στο μεγάλο ρολόι πάνω στον τοίχο. Η ώρα ήταν δύο και σαράντα επτά. Προχώρησε προς την πόρτα παρά την περασμένη ώρα. Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι. Μπροστά της βρήκε τα πεταμένα απογευματινά ρούχα. Τα κλώτσησε με το αριστερό της πόδι παραμερίζοντάς τα και βγήκε. Συνειδητοποίησε πως το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα. Έφυγε χωρίς να κλειδώσει. Θα την καθυστερούσε. Πήδηξε με μια δρασκελιά τα τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου, ξεκλείδωσε το ποδήλατό της από το κάγκελο που υπήρχε εκεί για αυτήν την περίπτωση και έκανε πετάλι με όλη της τη δύναμη, κατευθυνόμενη προς τη θάλασσα... .... Στο νοσοκομείο, δίπλα από το κρεβάτι της, ξεχώρισε ένα μεγάλο μπουκέτο από τα λουλούδια του μπαλκονιού της και ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Εκείνη τη στιγμή ήταν μόνη της στο δωμάτιο. Ήταν μέρα, γιατι ο ήλιος έμπαινε από τα στόρια του παραθύρου, όμως δεν ήξερε τι ώρα. Και έπειτα συγκέντρωσε όλη την ακοή της στο ραδιόφωνο. Και τότε άκουσε το τραγούδι να λέει.. «.. Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ' όνειρο που είδα χτες το βράδυ κι ήμουν απ' τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη πες μου τι ειν' αυτά που βλέπω εδώ πρόφτασα να πω στον εαυτό μου μη μιλάς, μόνο κοίτα και πέρνα λέει αυτός και βγήκα από το όνειρό μου..»
0 Comments
|
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |