Ήταν Παρασκευή νωρίς το απόγευμα, όταν κλείδωσα την πόρτα της Καμπίνας και κατέβηκα για τη βραδινή βάρδια μου. Ένα από τα λίγα καλά του να δουλεύει κανείς μέσα σε πλοίο είναι πως δε χρειάζεται να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Δύο λεπτά αρκούν. Καταργούνται οι αποστάσεις, το μποτιλιάρισμα, τα κόκκινα φανάρια και οι πιθανότητες ατυχήματος είναι απειροελάχιστες, εκτός αν κάποιος πέσει από τις σκάλες. Ακόμα και αν η αλλαγή βάρδιας κοιμηθεί λίγο παραπάνω, ένα τηλέφωνο στην Καμπίνα αρκεί για να μπουν όλα σε τάξη μέσα σε λίγα λεπτά. Ένα από τα πολλά άσχημα του να δουλεύει κανείς μέσα σε πλοίο είναι πως σε περίπτωση ανάγκης, δεν υπάρχει άμεση διαφυγή. Χρειάζεται να γίνουν συγκεκριμένες και καλά συντονισμένες διαδικασίες, στις οποίες εμπλέκονται πολλά άτομα και κυρίως ανώτεροι. Και φυσικά προέχει η ασφάλεια των επιβατών. Αλλά αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις. Όπως ας πούμε το να εκδηλωθεί μια πυρκαγιά, ή να υπάρξει διαρροή. Και ακόμα σπανιότερο είναι να συμβεί μια βομβιστική επίθεση.
Εκείνη την Παρασκευή δεν είχα την καλύτερη διάθεση, αφού την προηγούμενη μόλις ημέρα είχα ενημερωθεί πως θα κατέβαινα από το πλοίο τη Δευτέρα με άδεια. Κάτι που δεν ήθελα γιατί δεν είχα συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόμουν, γιατί δεν ήξερα πόσο θα διαρκούσε η άδεια και γιατί δεν ήξερα σε ποιο πλοίο θα με ναυτολογούσαν μετά το τέλος της, Είχα συνηθίσει το συγκεκριμένο καράβι και το πλήρωμά του, αν και το δρομολόγιο ήταν πολύ κουραστικό. Κατέβηκα στην ώρα μου για να ξεκινήσω τη βάρδια μου. Μπαίνοντας στο Καζίνο συνάντησα τον ένα Λογιστή ο οποίος μόλις έβγαινε. Μου έκανε εντύπωση που τον είδα τέτοια ώρα εκεί, αλλά φαντάστηκα πως είχε σχέση με τα αυριανά λογιστικά που έπρεπε να τακτοποιήσουμε. Η συνάδελφος με κοίταξε με τα γαλανά της μάτια που ξαφνικά έβγαζαν μικρές φλόγες, χαμογέλασε, με ρώτησε αν είμαι καλά και κοκκίνισε ελαφρά. Απόρησα με το ύφος της. Ρώτησα αν συνέβαινε κάτι περίεργο, αφού πρώτα έριξα μια γρήγορη ματιά στο χώρο μήπως και βρω λύση στο μικρό αυτό μυστήριο πιο γρήγορα. Δεν είδα κάτι, εκτός από μια μάλλον αυξημένη κίνηση για την ώρα. “Ksereis tis psaxnoume?’ με ρώτησε με την αστεία προφορά της. Δεν είναι Ελληνίδα. ‘Όχι ...ψάχνουμε κάτι;’ ‘Ton psuktiko’, απαντάει και συνεχίζει να με κοιτά με το ίδιο βλέμμα, ενώ το κοκκίνισμα αυξήθηκε κατά δύο τόνους. Τόσο αυξήθηκε και το δικό μου, μάλλον, γιατί ντράπηκα που δε θυμόμουν το σύνθημα. Στην αρχή απόρησα, Γιατί είναι τόσο περίεργο να ψάχνει κανείς έναν ψυκτικό; Και τι τον θέλουμε και τον ψάχνουμε όλοι μαζί; Και καλά, έχουμε ψυκτικό στο πλοίο μας; Δεν έχουμε... Ξαφνικά ένιωσα τον ήχο μιας δυνατής καμπάνας στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Νταν! Ο ψυκτικός είναι συναγερμός! Ξύπνα! Ναι... Αλλά τι συναγερμός... και... δεν άκουσα καμία ανακοίνωση ...΄ βγάλαν; Δε βγάλαν ... μήπως επειδή έκανα μπάνιο δεν την άκουσα; ‘Διαρροή;’ Ρωτάω χωρίς να είμαι σίγουρη. Μου κόβονται τα γόνατα επί τόπου. Νομίζω την πλημμύρα φοβάμαι πιο πολύ σε ένα πλοίο. ‘Oxi, vomva!’, απαντάει. ‘Α, εντάξει μωρέ! Πλάκα θα μας κάνουν. Φάρσα. Κάποιος θα πήρε τηλέφωνο και τους τρέχει. Αλλά εμείς γιατί δεν κάνουμε τίποτα; Αφού συμμετέχουμε στην έρευνα. Είναι στα καθήκοντά μας’. ‘Den ksero. To exoun analavei oloi oi upoloipoi mallon. Emeis upotithetai pos de gnorizoume tipota. Rotisa ti sumvainei giati oloi mphkan kai psaxnan to Kazino. Mexri kai mesa sto tameio mphkan. Alla kaneis de mou elege ti psaxnoun. Ektos apo enan pou den antekse kai mou to omologise’. Το ρίξαμε στην πλάκα και οι δύο, μιλώντας για τον ψυκτικό μη τυχόν και μας ακούσει κάποιος από τους επιβάτες. Είχαμε ένα θέμα να συζητήσουμε, νιώθαμε και οι δύο μια υπερένταση, αλλά δεν το παραδεχόμασταν. Το χειρότερο που μπορούσε να μας συμβεί ήταν να πεθάνουμε. Τί άλλο μπορούσε να πάει πιο στραβά. Ευτυχώς δεν ήταν πλημμύρα, Είναι πολύ παγωμένα τα νερά στα ανοικτά. Φεύγοντας για την Καμπίνα μου είπε να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου και να της πω πως την αγαπάω. Της απάντησα πως το ξέρει αυτό. (Τό ξέρει; ... Το ξέρεις;) Πάνω που είχα πείσει τον εαυτό μου πως όλα είναι μια χαρά, άκουσα τα ηχητικά σήματα από τα ηχεία και πανικοβλήθηκα. Πάνε και οι αισιόδοξες σκέψεις, πάνε όλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υποτίθεται πως λίγοι γνώριζαν τι συνέβαινε. Τώρα τί είναι αυτό; Τώρα γνωρίζουμε όλοι στο πλήρωμα; Μήπως δεν είναι φάρσα τελικά; Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να σφίξω τα κλειδιά του Καζίνο στα δάχτυλά μου, λες και αυτά θα με έσωζαν. Δεν ξέρω γιατι αντέδρασα έτσι. Μήπως και χρειαζόταν να παρουσιαστώ κάπου και έπρεπε να κλειδώσω το Ταμείο. Πρέπει να παραμένει κανείς επαγγελματίας κάτω από όλες τις συνθήκες....! Κατά τη διάρκεια των ακαθόριστων ηχητικών σημάτων φυσικά οι επιβάτες δεν κατάλαβαν τίποτα. Μόνο λίγοι κοίταξαν ψηλά στα ταβάνια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν ακούμε έναν ήχο που δε γνωρίζουμε τη σημασία του, γυρνάμε προς την πηγή του και συνήθως παίρνουμε μια έκφραση απορίας, που μερικές φορές μοιάζει και θυμωμένη, και την οποία γνωστοποιούμε στην πηγή του, ή όποιον βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κοντά μας και εμφανίζει τα ίδια εκφραστικά συμπτώματα. Λες και εκεί που ακούγεται ο ήχος, στην περίπτωσή μας ηχείο, θα γράφονται τα χαρακτηριστικά του. Έτσι και οι επιβάτες. Ίσως περίμεναν να δουν μια επεξηγηματική πινακίδα, ή ένα μοντέλο όπως εκείνο που βλέπουν κάθε φορά που παρακολουθούν την ταινία εξοικείωσης με τα σωστικά μέσα του πλοίου σε κάθε επιβίβαση, που θα τους έλεγε: ‘Ακούσατε μόλις τον κρυφό συναγερμό για βομβιστική ενέργεια. Αυτό σημαίνει πως είτε κάποιος μας κάνει μια κακόγουστη φάρσα, είτε αυτή τη στιγμή μαζί μας ταξιδεύει ένας μικρός εκρηκτικός μηχανισμός, που όσο και να ψάξουμε πιθανά δε θα καταφέρουμε να τον εντοπίσουμε και φυσικά όλοι μπορεί να γίνουμε τροφή για τα ψάρια της Μεσογείου. Παρόλα αυτά, μην πανικοβληθείτε, συνεχίστε τις δραστηριότητες σας και θα σας ενημερώσουμε. Α, και μη δοκιμάσετε να πέσετε στη θάλασσα. Ο θάνατος από υποθερμία είναι δεδομένος και γρήγορος. Εκτός βέβαια αν φορέσετε στολή. Επίσης σας ενημερώνουμε πως το self service θα παραμείνει στη διάθεσή σας για δεκαπέντε λεπτά ακόμη. Ευχαριστούμε’. Τώρα όλοι καταλαβαίνουμε γιατί οι συναγερμοί είναι ήχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, εκτός και αν γνωρίζει, ή περίεργες ανακοινώσεις που περιλαμβάνουν ψυκτικούς και άλλα επαγγέλματα. Άσε που το μοντέλο θα έπρεπε να το πει και σε άλλες τρεις γλώσσες... Ένας νεαρός πελάτης ήρθε να κάνει ψιλά για να παίξει σε κάποιο μηχάνημα. Με προσγείωσε λίγο, αν και είχα το νου μου να δω τι γίνεται έξω από το Καζίνο. Είδα σχεδόν όλο το πλήρωμα εκείνη την νύχτα. Μόνο ο Πλοίαρχος δεν κατέβηκε. Όλοι πέρασαν από μπροστά μου, με καλοσιδερωμένες στολές και φαινομενικά ήρεμοι, αλλά ήξερα πως δεν ήταν. Μέχρι και ο Υποπλοίαρχος που κάποτε μου είχε κάνει την εξοικείωση στο πλοίο πέρασε και μάλιστα φορώντας την επίσημη στολή και όχι τη φόρμα εργασίας που όπως είχε πει προτιμούσε να φοράει επειδή είχε συνηθίσει στα φορτοτικά πλοία που εργαζόταν πριν. Περίεργοι είναι οι Υποπλοίαρχοι.. Κάλεσα στο τηλέφωνο τον αριθμό της Καμπίνας μας. Η συνάδελφος είχε ακούσει το συναγερμό αλλά δεν είχε ανησυχήσει τόσο. Θεώρησε πως ήταν απλά μια ειδοποίηση για το πλήρωμα να λήξει η έρευνα. Βολεύτηκα με αυτή την εκδοχή. Ήθελα να στείλω μήνυμα σε φίλους και στη μητέρα μου, αλλά κυκλοφορεί μια φήμη πως όταν λειτουργεί το δορυφορικό σήμα στα κινητά τηλέφωνα, μπορούν από τη Γέφυρα να παρακολουθήσουν το δίκτυο. Οπότε δε θα ήταν καλό να μάθουν πως διαδίδω φήμες για βόμβες και ψυκτικούς. Συν το ότι θα ανησυχούσαν, χωρίς λόγο μάλλον. Πέρασε κάμποση ώρα με διάφορους Αξιωματικούς και πλήρωμα να κάνουν παρέλαση μπροστά μου. Μου φάνηκαν πως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Μέχρι που το τηλέφωνο χτύπησε και αυτή τη φορά με καλούσε η συνάδελφος από την Καμπίνα μας και όχι εγώ εκείνη. Και αυτή τη φορά ήταν εκείνη πιο ανήσυχη. Άκουγε θόρυβο στους διαδρόμους με τις καμπίνες επιβατών, μάλλον άνοιγαν για να ψάξουν και εκεί. Άρα ο συναγερμός δε σήμαινε λήξη τις έρευνας. Όμως τί; Άνοιξα το προσωπικό μου συρτάρι που βρίσκεται κάτω από τον εκτυπωτή. Έβγαλα ένα διαφανές πλαστικό φάκελο με χρωματιστές πεταλούδες, χαμογελαστά λουλούδια και μελισσούλες πάνω του. Έλεος, σκέφτηκα. Τι ρεζιλίκια είναι αυτά. Αλλά προοριζόταν για άλλη χρήση στη στεριά ο φάκελος και όχι για να συγκεντρώνω τα του καραβιού χαρτιά. Έβγαλα από μέσα το βιβλιαράκι με τα Καθήκοντά μου. Έψαξα μήπως βρω κάτι για τον περίεργο αυτό συναγερμό, αλλά δε θυμόμουν πόσα ήταν τα σήματα. Διάβασα άλλη μια φορά τα καθήκοντά μου. Είχα και το περιβραχιόνιο μου εκεί μέσα. Τα έβαλα μαζί σε μια άκρη μήπως και τελικά δεν ήταν φάρσα. Αν κάποια μάτια μπορούσαν να δουν τα αόρατα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή θα ντρεπόμουν πολύ για το φόβο μου. Περίεργο συναίσθημα να γνωρίζεις και κανείς να μη γνωρίζει πως και εσύ γνωρίζεις και όλοι να νομίζουν πως μόνο εσύ δε γνωρίζεις. Είναι συναίσθημα μοναξιάς. Χάθηκα μέσα σε σκέψεις. Ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί παράξενα σε καταστάσεις πίεσης. Για τους οργανισμούς διαφόρων άλλων ζώων δε γνωρίζω, αλλά πιθανά λειτουργούν περισσότερο με τα ένστικτα, παρά με τη ψυχραιμία και τη λογική, όπως έπρεπε να κάνουμε εμείς, οι άνθρωποι, σε αυτή την περίπτωση. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, γιατι ενώ εξωτερικά όλα έμοιαζαν φυσιολογικά και ήρεμα, εσωτερικά όλα ήταν σε εγρήγορση. Τόσο σε ατομικό επίπεδο του καθενός που γνώριζε πως κάτι συνέβαινε, όσο και στο επίπεδο του πλοίου σαν κοινωνία. Οι απλοί πολίτες ήταν ήρεμοι και απολάμβαναν το ταξίδι ενώ οι υπεύθυνοι του πλοίου είχαν κρυφές πληροφορίες που θα μπορούσαν να τρομοκρατήσουν τους πολίτες. Κάτι σαν Αμερικάνικη ταινία δηλαδή. Σίγουρα πάντως τα ζώα δεν έχουν φαντασία, και αν έχουν, σε τέτοιες καταστάσεις δε τη χρησιμοποιούν. Απλά τρέχουν.. Και αφού δεν μπορούσα να τρέξω κι εγώ, άφησα το μυαλό μου ελεύθερο. Κι εκείνο απέδειξε για άλλη μια φορά πως είναι δρομέας και μάλιστα Ολυμπιακών προδιαγραφών και αντοχών. Σαν να προσπαθούσε να συναγωνιστεί το πλοίο. Και ήταν ένα πολύ γρήγορο πλοίο, με πολύ καλούς μηχανικούς, αλλά και Καπετάνιο, και με όλες τις μηχανές του σε λειτουργία. Τόσο γρήγορο, που πάντα έφτανε λίγο νωρίτερα στους προορισμούς του, έστω και αν κάποιες φορές αναχωρούσε ακόμα και μια ώρα αργότερα από το πρόγραμμά του, λόγω του εκτεταμένου ελέγχου για λαθρομετανάστες στις νταλίκες. Και αυτοί οι άνθρωποι, παντού τρυπώνουν.. Προσπάθησα να φανταστώ το πως θα ήταν αν γινόταν μια έκρηξη βόμβας μέσα στο πλοίο, τη δεδομένη εκείνη στιγμή, που δεν ήμασταν κοντά σε κάποιο λιμάνι. Που να ήταν τοποθετημένη, αν υπήρχε; Πιθανά στο γκαράζ. Εκεί μου φάνηκε πιθανότερο. Ίσως στη νταλίκα κάποιου ανυποψίαστου οδηγού. (Ή μήπως όχι και τόσο ανυποψίαστου;) Και τι σχήμα θα είχε; Νομίζω τετράγωνο. Και θα είχε και κόκκινο λαμπάκι. Για το αν θα μετρούσε αντίστροφα την ώρα από την ενεργοποίησή της μέχρι την έκρηξη, δεν μπόρεσα να αποφασίσω. Νομίζω θα είχε περισσότερο αγωνία να μη ξέρει κανείς πόσος χρόνος απομένει. Θα είχε σίγουρα καλώδια. Ένα κόκκινο και ένα μπλε, έτσι ώστε αν κάποιος την ανακάλυπτε να έπρεπε να αποφασίσει για την τύχη του και των υπολοίπων. Επίσης δε μπόρεσα να αποφασίσω για το που θα ήταν τοποθετημένη, ως προς τις ζώνες του πλοίου. Θα ήταν μικρή ή μεγάλη η έκρηξη; Δηλαδή, θα χρησιμοποιούσαμε τα όσα μας δείξατε στην εξοικείωση κύριε Υποπλοίαρχε, ή δε θα προλαβαίναμε ούτε το σταυρό μας να κάνουμε; Τέτοιες ώρες απαιτείται... Και έπειτα το αποκορύφωμα. Θα την ακούγαμε την έκρηξη; Θα τη νιώθαμε; Τόσος κρυφός πανικός για να μη νιώσουμε τίποτα; Και τι ακριβώς θα νιώθαμε; Το φαντάστηκα ως ένα τεράστιο κρότο, μια υπερβολική ζέστη και έπειτα από κάμποση ώρα με διάφορα άλλα τέτοια εφέ, την απόλυτη ηρεμία. Το πλοίο να ταξιδεύει χωρίς να ακούγεται τίποτα. Ούτε καν οι μηχανές. Και η θάλασσα λάδι. Σαν να πλέει σε μια άλλη διάσταση. Όλα να έχουν επανέλθει στο φυσιολογικό μέσα στο πλοίο, αλλά με μια μη φυσιολογική απόλυτη ησυχία. Τελικά τα ζώα είναι τυχερά που δε βλέπουν ταινίες.. Ώρες αργότερα μετά την αναταραχή, όταν οι περισσότεροι επιβάτες είχαν κοιμηθεί και μόνο ένας είχε απομείνει στο Καζίνο, είδα τον Λογιστή Ά να περνάει και να κοιτάει χαμηλά, στις γωνίες. Μήπως τελικά είχε σκάσει κάποια βόμβα και κανείς μας δεν το είχε καταλάβει;
0 Comments
Και να ΄μαι εδώ, μέσα στο πλοίο τελικά, να αποτελώ πλήρωμα, εν μέρει, αφού στην ουσία είμαι υπάλληλος άλλης εταιρίας που απλά συνεργάζεται με τις γραμμές. Προτιμώ να κρατήσω τον τίτλο πλήρωμα από το υπάλληλος Καζίνο. Ποτέ μου δε συμπάθησα αυτούς τους χώρους και δε θα ζητούσα δουλειά σε ανάλογο πόστο στη στεριά. Ήρθα για το πλοίο και τις εμπειρίες του. Μαζί με αυτές, παίρνω και τις εμπειρίες του Καζίνο, χωρίς να παραπονιέμαι, αφού ξεπερνούν τις προσδοκίες μου και με το παραπάνω. Στα 29 μου αποφάσισα πως το επάγγελμα μου θα είναι ‘συλλέκτης εμπειριών’. Όσο περίεργες, τόσο το καλύτερο.
Με τα πλοία τα πήγαινα πάντα καλά. Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι ήταν όταν πήγαινα στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και η μητέρα μας αποφάσισε να κάνουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές σε κάποιο νησί του Ιονίου. Και λέω μεγάλο ταξίδι, γιατί ως τότε οι εμπειρίες μου αφορούσαν μόνο διαδρομές Ηγουμενίτσα - Κέρκυρα, με ‘παντόφλες’. Οπότε το ταξίδι για την Κεφαλονιά έμοιαζε με Κρουαζιέρα και το καράβι τόσο μεγάλο όσο το Πλοίο της Αγάπης. Ήταν η ίδια γραμμή πλοίων στην οποία τώρα αποκτώ αυτές τις εμπειρίες. Όπως ήταν η ίδια, όταν φοιτήτρια πλέον στην Πάτρα ταξίδευα κάθε εβδομάδα στην Ηγουμενίτσα, για να δω τους συγγενείς μου. Τον πρώτο χρόνο. Τα υπόλοιπα επτά χρόνια της φοιτητικής μου ζωής τα περνούσα στην Πάτρα, είτε γιατί δούλευα, είτε γιατί δε δούλευα οπότε δεν είχα τα χρήματα, είτε γιατί οι υποχρεώσεις δεν το επέτρεπαν. Ίσως και γιατί η φοιτητική μου ζωή ήταν και αυτή μια μεγάλη συλλογή περίεργων εμπειριών, γι΄αυτό άλλωστε διήρκησε και τόσο. Ακρίβυναν πολύ και τα εισιτήρια μετά τον πρώτο χρόνο.. Την απόφαση να μπω στα καράβια την πήρα μετά από ένα μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι (με αεροπλάνο αυτή τη φορά), το οποίο γέμισε τα μάτια και τη ψυχή μου αλλά άδειασε το ταμείο μου. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που παραιτήθηκα από την προηγούμενη δουλειά μου, ένα καλοκαιρινό πρωινό στο τέλος της Άνοιξης, όταν κάλεσα σε καφέ το ένα από τα τρία αφεντικά μου για να του πω πως φεύγω γιατί θέλω να κάνω κάτι μεγάλο αυτό το καλοκαίρι... επειδή μια μέρα ξύπνησα και συνειδητοποίησα πως είχα ξεχάσει πως να κάνω όνειρα. Επιστρέφοντας και μη έχοντας λοιπόν άλλες υποχρεώσεις -αλλά πολλά χρέη-, είπα να τολμήσω να στείλω βιογραφικό στην αγγελία που είχε μπει στο μάτι μου από τον πρώτο σχεδόν χρόνο των σπουδών μου. Κίνητρό μου ήταν εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες, η πεποίθησή μου πως είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα. Και το ότι μετά από το μεγάλο εκείνο ταξίδι, η ψυχή μου δεν μπορούσε να ηρεμήσει, δεν μπορούσε να δεχτεί τη ζωή σαν μια ρουτίνα. Ήθελε να δει, να ζήσει. Και έτσι και έγινε. Άφησα το θέμα στην τύχη. Έστειλα το βιογραφικό και περίμενα. Στις μέρες μας ποτέ δεν είναι σίγουρο πως θα σε ειδοποιήσουν όταν κάνεις γνωστή την πρόθεσή σου να εργαστείς για εκείνους που θέλουν εργάτες. Περίεργα πράγματα. Τελικά με ειδοποίησαν και όταν αποφάσισα πως θα έφευγα, όλοι σχεδόν με είπαν φευγάτη. Ίσως... τουλάχιστον τόλμησα. Και τόλμησα γιατί αυτή η δουλειά έχει λιμάνια, έχει ανθρώπους που ζουν διαφορετικά, κλεισμένοι μέσα σε μια πλωτή κοινωνία. Ένας μικρός Δήμος είναι το Καράβι, όπως κάποτε μου είπε και ο Καπετάν Β. Και αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, έτσι είναι. Έχει τις Ιεραρχίες του, τα διαμερίσματά του, τα καταστήματά του, την Τράπεζά του, ακόμα και φυλακή. Και έχει και Καζίνο. Το μόνο που δεν έχει είναι την ελευθερία όσων εργάζονται σε αυτόν. Και επίσης είναι λιγότερο σταθερός, σαν ένα Δήμο στη στεριά που συνέχεια έχει σεισμούς. Όμως τί είναι σταθερό στον κόσμο μας; Ο δρόμος μέχρι τον καταπέλτη του πλοίου ήταν μεγάλος και δύσκολος. Αλλά η στιγμή έφτασε και στάθηκα και τυχερή. Ναυτολογήθηκα στη γραμμή της Βενετίας. Όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Να δω τα κανάλια της, το Σαν Μάρκο, τις γόνδολες που κοστίζουν τόσο ακριβά, τα Μουράνο, τις Βενετσιάνικες μάσκες, τις πασαρέλες που είναι ξύλινες κατασκευές που αντικαθιστούν τους δρόμους όταν η πόλη πλημμυρίζει. Και τα είδα όλα αυτά. Πολλές φορές. Σε μια βόλτα στα σοκάκια της χιονισμένης τότε Βενετίας, ο Ύπαρχος που εκείνη την ημέρα μας συνόδευε μου είπε: ‘Αυτή είναι η ανταμοιβή μας για τη δουλειά που κάνουμε. Τα όσα βλέπουμε στα ταξίδια μας’. Όμως η δική μου ανταμοιβή ήταν αλλού. Ήταν τη στιγμή που με κάλεσαν στη Γέφυρα του πλοίου για να παραλάβω τα έγγραφα που με έκαναν και επίσημα Ναύτη. Η πρώτη μου επαφή με την πανοραμική αυτή θέα ήταν στο Λιμάνι της Πάτρας. Η ψυχή μου ανατρίχιασε όταν αντίκρισε το μεγαλείο της θάλασσας μπροστά από το πιλοτήριο του πλοίου. Και παρόλο που δεν ταξιδεύαμε, εγώ ένιωθα να τρέχω με χιλιάδες ναυτικά μίλια. Η Γέφυρα βρίσκεται στο μπροστινό τμήμα του πλοίου και είναι κάθετη σε αυτό, με αποτέλεσμα να προεξέχει λίγο από δεξιά και αριστερά. Η είσοδος σε αυτή είναι καλά κρυμμένη στο τελευταίο κατάστρωμα, πίσω από βαριές πόρτες που λειτουργούν με συνδυασμούς. Είναι το μυαλό του πλοίου, αν ή μηχανή είναι η καρδιά του. Αν την πρώτη φορά η ψυχή μου ανατρίχιασε, τη δεύτερη δάκρυσε. Ο Υποπλοίαρχος με κάλεσε για να μου μιλήσει για τα σωστικά μέσα του πλοίου. Αυτή τη φορά μόλις είχαμε φύγει από την Ηγουμενίτσα, με προορισμό την Πάτρα και ο καιρός δεν ήταν καλός. Όσοι ταξιδεύουν συχνά αυτό το δρομολόγιο τον χειμώνα, θα έχουν παρατηρήσει πως εκεί πιάνει θάλασσα. Ο Καπετάνιος με οδήγησε μπροστά στη τζαμαρία και ξεκίνησε να μου μιλάει για τις βάρκες, τα σωσίβια, τα βαρελάκια, τις ασκήσεις και τα γυμνάσια, για τα καθήκοντά μου σε περίπτωση πυρκαγιάς ή βομβιστικής ενέργειας. Και απορώ πως τα θυμάμαι όλα αυτά. Ο εαυτός μου μάλλον χωρίστηκε στα δύο. Ο ναύτης εαυτός έμεινε όρθιος μπροστά από τον Καπετάνιο, κοιτούσε με σοβαρότητα τα γαλανά του μάτια και μόνο κούναγε το κεφάλι καταφατικά επαναλαμβάνοντας ένα ‘μάλιστα’ για να δείχνει το παρόν και πως όλα ήταν κατανοητά. Και εγώ, προχώρησα λίγο πιο πέρα, μέχρι που ίσα που άκουγα τη φωνή του να τα εξηγεί όλα αυτά. Κοιτούσα τη γκρίζα θάλασσα, τα κύματα που με μανία χτυπούσαν την πλώρη του καραβιού, τη βροχή που συναντούσε εμπόδιο στο πανοραμικό τζάμι. Τον ορίζοντα που χανόταν στο βάθος, εκεί που συναντούσε τη θάλασσα. Γκρίζος και ο ουρανός. Και ήταν η πρώτη φορά που το αυτό το χρώμα με μάγεψε τόσο πολύ. Πρώτη φορά που μου φάνηκε τόσο ζωντανό. (Θα σκεφτεί κανείς πως δεν είναι και τόσο σημαντικό το να βλέπεις τη θάλασσα. Όλοι σχεδόν την έχουμε δει, όλοι έχουμε μαγευτεί και όλοι σχεδόν έχουμε ταξιδέψει μέσα της. Όμως η θέα μέσα από το πιλοτήριο ενός τεράστιου πλοίου είναι πραγματικά μαγευτική. Είναι ο συνδυασμός του μεγαλείου της, της θέας, με τη θέα εντός της γέφυρας, με τη γνώση πως εκεί γίνονται όλες οι διαδικασίες για να κινηθεί αυτό το κήτος και να μεταφέρει με ασφάλεια τόσες ζωές, υπό όλες τις καιρικές συνθήκες. Όποιος στέκεται μπροστά από το τιμόνι του πλοίου, πραγματικά αισθάνεται άρχοντας του κόσμου. Με τον καιρό οι Ναύτες ίσως το βαριούνται. Αλλά αν μπορούσαν έστω και λίγο να διατηρούν αυτό το συναίσθημα, η ζωή τους μέσα στο πλοίο θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα και σίγουρα λιγότερο μονότονη και βαρετή). Εξερεύνησα το χώρο για μια στιγμή. Είδα το ναύτη στο τιμόνι να ακολουθεί τις διαταγές του Καπετάνιου, πιστός σε όσα ορίζουν οι μοίρες. Χάθηκα μέσα σε όλα τα μικρά κουμπάκια πάνω στο ταμπλό. Άλλα αναμμένα και άλλα σβηστά. Περάσαμε δίπλα από κάποιο νησί. Ήταν τότε που ο Καπετάν Μ. Σηκώθηκε από το γραφείο και ζήτησε από το ναύτη να αλλάξει πορεία γιατί ήμασταν επικίνδυνα κοντά. Ο Καπετάν Β. είχε απορροφηθεί τόσο από την κουβέντα που έκανε μόνος του μαζί μου, που ξέφυγε μάλλον λίγο εκτός πορείας. Τότε ήταν που παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε. Με την άνεση του αρσενικού που δέχεται στο ακριβό αυτοκίνητό του ένα νεαρότερο θηλυκό. Θα μου πεις, πως να μη νιώθει κανείς υπερήφανος όταν οδηγά ένα τόσο μεγάλο αμάξι! Παρατήρησα τη γλώσσα του σώματός του. Ακουμπούσε το δεξί του αγκώνα στο ξύλινο πάσο μπροστά από τη τζαμαρία και είχε σταυρώσει τα πέλματα των ποδιών του, κάνοντας έτσι τη Γέφυρα να μοιάζει με ένα μπαρ που είχε θέα τη βροχερή φουρτουνιασμένη θάλασσα. Άλλες φορές έβαζε το ένα του χέρι στη τσέπη του παντελονιού του, ως ένδειξη υπεροχής, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο έκανε κινήσεις και έκοβε κύκλους με άνεση μπροστά από το χώρο του. Κάθε φορά που έπρεπε να δώσει εντολές στο ναύτη το έκανε με τόση άνεση όση χρειάζεται για να παραγγείλει κανείς ένα ακριβό μπουκάλι κρασί θέλοντας να δείξει πως γνωρίζει από ποιότητα και πως ελέγχει την κατάσταση. Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως οι άνθρωποι θα είναι πάντα ίδιοι, όπου και να τους βάλεις. |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |