Λένε πως όλα είναι μελετημένα στα μηχανήματα ενός Καζίνο. Τα γνωστά φρουτάκια ή κουλοχέρηδες. Πως όλα είναι προμελετημένα απο τον κατασκευατή. Κάποιοι λένε πως υπάρχει ένας κρυφός μετρητής που όταν φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, τότε το μηχάνημα δίνει πολλά χρήματα. Ως τότε απλά «τρώει». Άλλοι πάλι λένε πως όλα αυτά δεν ισχύουν και πως είναι θέμα τύχης του καθενός. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Μα σίγουρα είναι μελετημένα και μάλιστα πολύ καλά, άλλα πράγματα. Όπως τα χρώματα και οι ήχοι που το κάθε μηχάνημα έχει. Τα κοινά φρουτάκια με τις τρεις μπάρες που γυρνάνε κάνουν συγκεκριμένο ήχο. Μελέτες λένε πως αυτός ο ήχος λειτουγεί κάπως διεγερτικά στο εθισμένο μυαλό του παίκτη, κάνοντας να θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι. Αυτός είναι ο ήχος που τον εθίζει στα τυχερά παιχνίδια. Λένε.. Οι γνώστες των Καζίνο γνωρίζουν πως ο δημιουργός των τυχερών αυτών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ένας Κινέζος, αυτοκτόνησε μόλις συνειδητοποίησε τι μέγεθος καταστροφής έφερε σε αρκετούς. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε γιατι ο ίδιος εθίστηκε και έχασε όλη την περιουσία του. Λένε.. Ο παίκτης μπαίνει μέσα στο χώρο του Καζίνο πατώντας το ξύλινο παρκέ πρώτα με το δεξί του πόδι και έπειτα με το αριστερό. Κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα και ρίχνει μια ματιά σε όλα τα μηχανήματα. Ένα γρήγορο σκανάρισμα. Να δει ποιός είναι μέσα, σε ποιά παιχνίδια παίζουν, ποιός tαμίας έχει βάρδια. Όλα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Έχει απο πριν επιλέξει σε ποιο παιχνίδι θα κερδίσει. Από την ώρα που φόρτωσε τη νταλίκα του στο γκαράζ του πλοίου, περιμένει με αγωνία την αναχώρηση και το πρώτο μισάωρο να περάσει, ώστε να ξεκινήσει η λειτουργία του Καζίνο. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έμπαινε μέσα. Την προηγούμενη Δευτέρα ένας άλλος παίκτης έχασε αρκετά χρήματα στο μηχάνημα 4. Το νέο θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει σε πολλούς, οπότε δεν μπορούσε να ρισκάρει να προλάβει άλλος τη θέση. Στάθηκε τυχερός και το μηχάνημα ήταν ελεύθερο. Προχώρησε με γρήγορα βήματα κάνοντας τα τακούνια από τις μπότες του, καουμπόικου τύπου, να ηχήσουν έντονα στο παρκέ. Έβγαλε τα τσιγάρα από την μπροστινή αριστερή τσέπη του παντελονιού του, έβαλε ένα στο στόμα, το άναψε, ενώ το δεξί πόδι είχε σχεδόν καθίσει στην καρέκλα. Κοίταξε για άλλη μια φορά προς το γκισέ, για να σιγουρευτεί για τον ταμία που βρισκόταν μέσα. Να τον ζυγίσει. Φαινόταν τυχερός ή θα έχανε πολλά χρήματα εξαιτίας του; Φάνηκε αδιάφορος ως προς την ικανοποίηση του και ζήτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του ένα τασάκι. Ανασηκώθηκε λίγα εκατοστά, ίσα για να μπορέσει να βγάλει το μαύρο πορτοφόλι του από τη δεξιά κωλότσεπη. Το άνοιξε και έβγαλε το πρώτο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. Ήταν αποφασισμένος πως θα έπαιζε με μεγάλα νούμερα αν ήθελε να κερδίσει. Ο άνθρωπος που του είπε πως είχε παίξει την προηγούμενη Δευτέρα αρκετά χρήματα φαινόταν έμπιστος. Κοίταξε το μηχάνημα ευθεία. Αν είχε μάτια θα το κάρφωνε μέσα σε αυτά. Και ήταν σαν τότε να ξεκίνησε ένας σιωπηλός διάλογος μεταξύ τους. Κάτι που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν. Είναι κάτι ανάμεσα στους παίκτες και τα μηχανήμτα. Ο παίκτης είπε στο μηχάνημα: «Θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ για αρχή. Τί μπορείς να μου δώσεις σε αντάλλαγμα;» Το μηχάνημα με το νούμερο 4 ρίγησε και έβγαλε ήχους που μοιάζαν με μουσική. «Ξεκίνα», του είπε. Ο παίκτης όλη αυτή τη στιγμή δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το ταμπλό. Ίσιωσε τις γωνίες του χαρτονομίσματος και το τοποθέτησε στην υποδοχή, με την κεφαλή προς τα πάνω. Το μηχάνημα το καταβρόχθισε και σε αντάλλαγμα άναψε όλα τα λαμπάκια του, υπολόγισε τα χρήματα σε μονάδες και σήμανε την αρχή του αγώνα με τον ήχο μιας καμπάνας. Η επιλογή της τιμής του στοιχήματος έγινε. Και μετά όλα μοιάζαν με αγώνα μποξ. Ο παίκτης χτυπούσε τα κουμπιά αλλάζοντας την τιμή και στοιχηματίζοντας. Το μηχάνημα με το νούμερο 4 γυρνούσε τις ροδέλες του έχοντας ένα στραβό ειρωνικό χαμόγελο κάθε φορά. Τα φρούτα γυρνούσαν γρήγορα και άλλες φορές σταματούσαν πάνω στη γραμμή, άλλες φορές λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω, και άλλες φορές σε συνδιασμούς που κέρδιζαν λίγους πόντους. Πάντα όμως με τρόπο που κρατούσαν τον παίκτη σε εγρήγορση. ‘Ηταν η στιγμή που ο άνθρωπος έγινε παιχνίδι και το μηχάνημα έγινε ο κυρίαρχός του. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον δεξιό του κρόταφο. Είχαν περάσει τρεις ώρες και το πορτοφόλι είχε αδειάσει αρκετά. Κοίταξε προς το γκισέ του ταμείου. Είχε αλλάξει η βάρδια αλλά δεν το είχε καν καταλάβει. Ζήτησε να του παραγγείλουν έναν καφέ, ένα μπουκάλι νερό και ένα πακέτο τσιγάρα. Ο σερβιτόρος του Μπαρ τα έφερε μετά από 4,5 λεπτά. Το μηχάνημα γέλασε με την παραγγελεία του. Εκείνο δε χρειαζόταν καμία δόση καφεΐνης ή νικοτίνης για να αντέξει. Ούτε καν νερό. «Λοιπόν;», λέει αφού ο αντίπαλος είχε μόλις σβήσει το σπίρτο με το οποίο άναψε το πρώτο τσιγάρο του νέου πακέτου. «Τόσο αντέχεις;», του ξεστόμισε με θράσσος. Τα μάτια του παίκτη είχαν κιόλας κοκκινήσει από την αϋπνία. Φύσηξε τον καπνό με βία πάνω στο ταμπλό με τις μπάρες. «Ε, δε βοηθάς κι εσύ καθόλου. Δε βλέπω να γίνεται παιχνίδι. Τόσες ώρες είμαι εδώ και μου έχεις φάει 9 πεντακοσάευρα». «Ο δυνατότερος ας νικήσει» ήταν η τελευταία κουβέντα που σήμανε την έναρξη του επόμενου γύρου, ο οποίος θα κράταγε μέχρι την ανακοίνωση του μισάωρου πριν το λιμάνι της Πάτρας. Το Καζίνο τότε θα έπρεπε να κλείσει. Μια τυχερή στιγμή, μια απροσεξία του μηχανήματος, ή μια πολύ καλά κρυμμένη στρατηγική του κίνηση, έδωσε μια ανάσα στον παίκτη. Οι μπάρες σταμάτησαν σε ένα δυνατό συνδιασμό. Οι μονάδες άρχισαν να προστίθενται στο λογαριασμό με έναν χαρακτηριστικό ήχο. Χαρούμενο αλλά μονότονο. Όλοι οι εθιστικοί ήχοι έχουν κάτι το μονότονο. Τρεις χιλιάδες και εννιακόσια ευρώ έγιναν δικά του μόλις πάτησε το κουμπί Cash Out. Ο ταμίας τον πλήρωσε και η επιλογή ήταν και πάλι στα χέρια του. Είχε χάσει πολλά χρήματα, πήρε κάποια πίσω, αλλά όχι όσα έχασε, συν το ότι ο γνωστός του είχε παίξει μια μικρή περιουσία στο περασμένο ταξίδι, οπότε δε γινόταν διαφορετικά. Το μηχάνημα έπρεπε να δώσει κι άλλα. «Αν είσαι έξυπνος, θα τα πάρεις και θα φύγεις», είπε το μηχάνημα σε μια ένδειξη καλοσύνης και αναγνώρισης του αντιπάλου. Του το όφειλε άλλωστε. Πάλευαν εννέα ώρες. «Και από πότε εσύ δίνεις συμβουλές υπέρ μου; Μπλοφάρεις. Αυτό κάνεις. Σε έχω φτάσει στο σημείο που θα τα βγάλεις όλα και φοβάσαι. Όλα. Και αυτά που πήρες από εμένα και όσα στο προηγούμενο ταξίδι. Αυτό λέγεται φόβος φίλε μου. Αλλά δε θα ψαρώσω. Θα σε γονατίσω σήμερα». Λένε πως είναι καλό να μην προκαλεί κανείς την τύχη του. Πως πρέπει να δέχεται τα όσα του δίνουν και να μην είναι άπληστος. Λένε πως πρέπει να είναι ευγενικός με την τύχη του γιατι μπορεί να θυμώσει. Λένε. Η ανακοίνωση ακούστηκε από τα μεγάφωνα στις 4:30 το πρωί. «Σε μισή ώρα φτάνουμε στο Λιμάνι της Πάτρας. Παρακαλούμε, ελέγξτε την Καμπίνα σας για προσωπικά σας αντικείμενα και επιστρέψτε το κλειδί στη Ρεσεψιόν. Ευχαριστούμε». Και μετά στα Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά. Σηκώθηκα με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Προχώρησα προς το μηχάνημα με το νούμερο 4. Έπρεπε να το καθαρίσω. Το κοίταξα ευθεία. Προσπάθησα να βρω που θα ήταν τα μάτια του αν είχε. Ασυναίσθητα κοίταξα στο ύψος των δικών μου. Δεν είδα τίποτα και με το δεξί μου χέρι ξεκίνησα να γυαλίζω τη νικελένια επιφάνεια με τα πλαστικά κουμπιά. Ξαφνικά οι ροδέλες γύρισαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό εθιστικό ήχο κάθε φορά που κάθε μία σταματούσε και με λίγες μουσικές νότες προστέθηκαν πέντε μονάδες στο λογαριασμό. Ο παίκτης είχε αφήσει λίγες μονάδες μέσα, προφανώς από λάθος. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Μου άρεσε. Κοίταξα ξανά το μηχάνημα και το είδα να μου χαμογελάει με το γνωστό στραβό χαμόγελο. Το χέρι μου, σαν μαριονέτας που ορίζεται από αόρατα νήματα, πάτησε άλλη μια φορά το κουμπί. Άλλες τρεις μονάδες προστέθηκαν και τώρα στο χαμόγελο πρέπει να έλαμψε και μια υποψία δοντιών. Πάτησα το κουμπί Cash Out, άφησα το πράσινο ξεσκονόπανο, κλείδωσα το Καζίνο και έφυγα τρομαγμένη.
0 Comments
Leave a Reply. |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |