Ξύπνησα στη μέση της νύχτας με την έντονη αίσθηση ότι βρισκόμουν κάτω από νερό. Μέσα σε μια θάλασσα. Όχι όμως με την αίσθηση του πνιγμού, όπως αρκετές άλλες φορές. Αυτή τη φορά με ξύπνησε η γνώριμη από παλιά γεύση του θαλασσινού νερού στο λαιμό μου. Δεν τρομοκρατήθηκα, ίσα ίσα, ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία, σαν να ζούσα μια στιγμή από το παρελθόν, σαν να μου είχε λείψει αυτή η γεύση και να μου ξύπνησε αναμνήσεις.
Είναι μερικές φορές που πασχίζω να διατηρήσω κάτι που αισθάνθηκα όσο περισσότερο μπορώ. Είτε είναι μια γεύση, μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα. Ακόμα και μια σκέψη. Η χτεσινή όμως αίσθηση του θαλασσινού νερού, είχε κάτι ιδιαίτερο, κάτι παλιό, γνώριμο και αγαπημένο, τόσο έντονο που δε χρειαζόταν προσπάθεια για να συγκρατήσω το συναίσθημα. Έμεινα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο να κοιτώ τους καθρέφτες των αναμνήσεών μου. Ο πρώτος μου έδειξε τη θάλασσα στο χωριό μου. Εκεί που από μικρή ηλικία συνήθιζα να κολυμπώ και να παίζω με τη χρυσή άμμο, γύρω από την προστασία αγαπημένων μου προσώπων. Τότε, σε εκείνη την ηλικία που δεν υπήρχαν βάσανα να παιδεύουν το μυαλό, ή που ίσως και να υπήρχαν κάπου κρυμμένα, βαθιά, που όμως όπως και να ‘χει ακόμα δεν είχαν αποκαλυφθεί. Άκουσα τις φωνές γύρω μου. Μύρισα τα παιδικά παχύρευστα αντηλιακά με τον υψηλό δείκτη προστασίας. Ένιωσα τον ήλιο στον σβέρκο μου. Τότε δε έκαιγε όπως σήμερα. Προχώρησα στον δεύτερο καθρέφτη. Και είδα τις πρώτες προσπάθειες για κολύμπι. Τα πλαστικά σωσίβια που φορούσαμε. Τα πολύχρωμα κουβαδάκια παρέα με τις τσουγκράνες και τα φτυαράκια. Με αυτά που μάθαμε να χτίζουμε τα πρώτα μας παλάτια στην άμμο. Μύρισα το κολατσιό που τρώγαμε. Σάντουιτς με μορταδέλα και μερικές φορές και κάποιο φρούτο, συνήθως αχλάδι. Συνηθίζαμε να πλένουμε το φρούτο μέσα στη θάλασσα και μετά να το τρώμε. Και ήταν τόσο ωραία η μίξη του αλμυρού νερού με το γλυκό νέκταρ. Είδα την αγωνία για τη τελευταία βουτιά, πριν να έρθει το λεωφορείο για την επιστροφή. Έπρεπε να στεγνώσουμε και να μην έχουμε ίχνος άμμου πάνω μας. Συνήθιζαν να φτιάχνουν έναν κύκλο στην άμμο με κάποιο ξερό κλαδί από τα παραπέρα δέντρα, και να μας λένε να μείνουμε μέσα μέχρι να στεγνώσουμε. Γιατι αν δεν μας έκλειναν σε αυτή τη «φυλακή» πάλι θα ξεφεύγαμε και θα μπαίναμε στο νερό, κάτι που θα μας απαγόρευε την είσοδο στο λεωφορείο. Είδα τη ντροπή μας όταν συνειδητοποιούσαμε πως όσο και να τινάζαμε τα πόδια μας, η άμμος πάντα υπήρχε εκεί, κολλημένη να μας θυμίζει. Είδα και τα χιλιάδες κοχύλια που μαζεύαμε μέσα σε μπουκαλάκια, σε ποτηράκια, στα κουβαδάκια, ελπίζοντας πως θα ζήσουν μαζί μας για καιρό. Τράβηξα τη βαριά σκούρα μπλε βελούδινη κουρτίνα μπροστά από τους καθρέφτες και μου αποκαλύφθηκε η γλυκιά εφηβεία με άρωμα από ροδάκινο και αντηλιακό καρύδας. Είδα την άμμο ακόμα πιο χρυσή κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Τότε ξέραμε να κολυμπάμε καλά και μπορούσαμε να πάμε μόνοι στην παραλία, χωρίς τη συνοδεία κηδεμόνων. Είδα τον εαυτό μου από ψηλά, να κάνει μακροβούτι. Χωρίς μπρατσάκια και σωσίβια, χωρίς τα δύο δάχτυλα να κλείνουν τη μύτη και με σαφώς πιο μοντέρνο μαγιό. Είδα τη ιριδίζουσα άμμο στον πάτο της θάλασσας, ζαρωμένη από τα ρεύματα, με τον ήλιο πάνω της να κάνει παιχνίδια παρέα με το νερό. Είδα τους αστερίες και τα αλογάκια της θάλασσας να κολυμπούν μαζί μου. Δεν είχαμε κολατσιό με μορταδέλα, αν και μερικές φορές κουβαλούσαμε φρούτα. Αν διψούσαμε πίναμε καφέ. Δεν κάναμε διαγωνισμό στις βουτιές και δε μας απασχολούσε να μείνουμε μέχρι τελευταίου λεπτού μέσα στο νερό. Μας ενδιέφερε περισσότερο να μείνουμε στον ήλιο και να μαυρίσουμε. Και όταν έφτανε η ώρα για το λεωφορείο, λίγη άμμος κολλημένη στα πόδια μας, φαινόταν πως έκρυβε κάτι αισθησιακό και καθόλου ντροπή δεν μας προκαλούσε. Στον επόμενο καθρέφτη η παραλία ήταν σκοτεινή, μια μουσική ερχόταν από μακριά και κάπου εκεί κοντά υπήρχαν και χρωματιστά φώτα που αναβόσβηναν στο ρυθμό της. Είχαν περάσει λίγα χρόνια. Εκείνα τα βράδια δεν κάναμε μπάνιο. Πίναμε μπύρα και δεν κουβαλούσαμε καθόλου κολατσιό. Παίρναμε ταξί για να πάμε στα κλαμπ αλλά και για να γυρίσουμε αργά τη νύχτα, κουβαλώντας μαζί εικόνες, μουσικές και αρώματα. Είδα την ερημική παραλία και το φεγγάρι καρφιτσωμένο πάνω σε έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. Τόσα πολλά δεν είδα πουθενά αλλού. Είδα τη θάλασσα να τραβιέται μέσα σαν να ήθελε να αφήσει το ζευγάρι εκεί κάτω από τα αστέρια μόνο του. Είδα το δρόμο που χάραζε το φεγγάρι πάνω στη ράχη της και ένιωσα τυχερή που κολύμπησα στο μονοπάτι του. Ένιωσα τη γεύση του πρώτου φιλιού. Πάντα στην ίδια παραλία. Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που κολύμπησα σε αυτήν τη θάλασσα. Κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό μου, συνήθως χειμώνα, επισκέπτομαι την παραλία μου. Η άμμος της δε φαίνεται πλέον χρυσή, είναι πάντα γκρι. Δε μυρίζει καρύδα, ούτε ροδάκινο. Δεν υπάρχουν κοχύλια, ούτε αστερίες, ούτε αλογάκια της θάλασσας. Μόνο μεγάλα πλοία που περνούν όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα προς άλλους προορισμούς. Προτού ξανακλείσω τα μάτια μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αύριο θα πήγαινα να τη δω ξανά.
0 Comments
Leave a Reply. |
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. Archives
January 2011
Categories |